Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2008

ακτή

Αυτή η ακτή στέκει αντίκρυ πεισμωμένη σιωπηλή από φόβο κι έρωτα. Κοιτά τη θάλασσα να πάλλεται στης μοναξιάς της το χορό. Κροντήρια ξέχειλα χυμούς ατίθασους σε μέθεξη διονυσιακή την προκαλούν Ήχοι παράταιροι σε τραγούδι του ανέμου ήχοι απροστάτευτοι μοναχοί στη χροιά τους. Μ’ αυτή δεν είναι άλλο παρά μι’ ασάλευτη ακτή ζεμένη στης υπομονής το άρμα αιώνες τώρα ακίνητη προσμένει την αρμύρα των κυμάτων μι’ ανασαιμιά να της χαρίσει και μοιάζει να’ ναι αυτή η θάλασσα η μακρινή που όλο αλαργεύει ένα ταξίδι μυστικό δίχως πυξίδα με προσμονή να χρίζει τις ασάλευτες στιγμές που’ ναι να’ ρθούν να μη φαντάζουν τόσο έρημες τόσο μονάχες τόσο γεμάτες με θυμό που αργόσυρτα κεντά έναν καμβά κενού σ’ έρημη χώρα.

νεκρές χελώνες

Ήταν χειμώνας ξέσκεπος δίχως ρυτίδες μεταμέλειας για το φθινόπωρο που απόμεινε γράμμα κενό. Κι ένα χαμίνι πεταμένο σε μιαν άκρη του μυαλού σου σ’ έφτυνε με περίσσεια σιχασιά κι απίθωνες με βία τις παλάμες μπρος στα μάτια σου να μη σε βρουν κατάματα οι ριπές του. Ύστερα είπες πως κρύωνες πολύ. Οι άνθρωποι- έλεγες- μοιάζαν χελώνες χαζές που κείτονταν στη μέση του δρόμου μ’ ανεστραμμένο το καβούκι. Χελώνες που νιώθαν το καβούκι τους σκληρό σα φυλακή και κοίταζαν με μάτια πανικού ολόγυρα, προσμέναν τους διαβάτες να τις σώσουν μακάριες στην παχυλή τους άγνοια. Κι ύστερα άξαφνα σταμάτησες και κοίταξες με τρόμο τα χέρια σου. Μοιάζαν ερπετά σερνάμενα στην έρημο. Η φωνή σου τότε σου φάνηκε αλλότρια μύριζε στόμφο και φλυαρία αφόρητη. Κλείδωσες τη ματιά σου σε μια τόση δα κουκκίδα στον ορίζοντα κλείδωσες μέσα σου τα λόγια που σε πνίγαν. Ποιο πέταγμα τώρα πια να σε σώσει απ’ την επίγνωση του μάταιου έρημος μέσα σου έρημος γύρω σου καμένα λόγια . Μονάχα ο άνεμος μοιάζει μετέωρος κείνες τις ώρες

άτιτλο

Ήταν μακριά κείνα τα κύματα. Μαγνήτες σέρναν τη φωνή σου τη διπλώναν μυστικά μέσα σε μεταξιού υφή κι έλιωνε γλυκά μέσα σου ο πόνος κι έλεγες : «Δεν είναι άλλη η εποχή μας δεν ήταν άλλοι οι καιροί ` εμείς πλατύναμε πολύ και πώς να χωρέσουμε στην τόση απλωσιά τους` μικρός ο άνθρωπος πώς να βαστάξει τόσο πόνο` μικρός κι ο λόγος του πώς το γιατί να το χωρέσει» Πέτρινες μνήμες σ’ αγκυλώνουν πέτρινα λόγια σε κυκλώσαν αθόρυβα πολύ πώς να βαστάξεις; Κάποτε σ’ άρεσε κείνη η κόρη του βυθού που σου μιλούσε με όνειρα γιομάτα αρμύρα. Σ’ έσερνε πίσω της κι ας ζαλιζόσουν. Ήταν γλυκιά η ανάσα της. Κάποτε. Τώρα απόμεινες να σέρνεσαι πίσω από κραυγές ήχους παράταιρους. Τη θαλασσοκόρη – σου είπαν- την πνίξαν τα κύματα. Κι εσύ ούρλιαζες. Δεν ήθελες να το πιστέψεις « Τα κύματα ήταν μέσα της» φώναζες « Αυτά της δίναν τα μάτια από όνειρο. Δεν ήταν αυτά που την πνίξαν. Μονάχα η στεριά την απειλούσε.» Σε κοιτούσαν με συμπόνια οι άνθρωποι ένα γύρω Όλοι λογικοί Όλοι με τάξη μέσα στο νου τους Σε

κοχύλι αρμύρα

- Καρφωμένα στο κύμα σφυριά αιωρούμενα σ’ άλλης αυγής το βυθό κι ένα κοχύλι αρμύρα να γελά εωθινή υπόσχεση μιας άλλης νιότης. Άνοιξε τα μάτια στην αλήθεια τους. - Μια μικρή φωτιά είν’ ό,τι αγάπησα Μια μικρή φωτιά νοτισμένη από βρώμικα χνώτα Θαλπωρή σε δυο χέρια από πάγο. - Ίσως οι μέρες που σ’ οργώσανε να’ ταν δοσμένες εξαρχής σε μι’ άλλη ακτή αγκυροβόλι νοίκιασαν αλλότριο και κραυγάζαν « Πού είν’ η νιότη που μας τάξανε; Τα σφυριά μας σμιλεύουν απ’ έξω. Πού είν’ η θάλασσα; Και το κοχύλι του γιαλού;» Ίσως οι νύχτες που σαρώσανε την όψη σου ήρθαν απρόσκλητες από μια γη αλλοτινή κι όσο τις διώχνεις αυτές έρχονται κι όσο τρομάζεις βγάζουνε ρίζες πιο βαθιές σε σκάφτουν πιο ανελέητα οίκτο δεν έχουν. - Μα η φωτιά, αυτή που αγάπησα ακόμη με ζεσταίνει κάποιες στιγμές` είναι φορές που ελπίζω πως ο πάγος θα λιώσει. Μη μου ζητάς να την αφήσω. Η φωτιά είναι το μόνο που μου απόμεινε κι η θαλπωρή της η μόνη μου αλήθεια. Όταν τη νιώθ

βλέμμα αιματόχτιστο

Το βλέμμα σου αιματόχτιστο Και με τρυπά με βία ηθελημένη Το νιώθω Καρφώνεται σε στρόβιλους υγρούς αταραξίας Και συ προτάσσεις τη σιωπή σου Τη ντύνεις χρώμ’ αναιμικό Βίαια καρφώνεις στο στήθος σου αυτήν την αργυρώνητη οφειλή Όνομα να της δώσεις . Και να’ σαι γυμνός από λέξεις. Και να’ σαι γυμνός απ’ ανάσα. Και να’ σαι γυμνός από σάλιο. Ποιος να μου το’ λεγε μαύρε Τότε που ανέμιζα στον όχθο της έφηβης πίκρας μου ματιές που στάζαν κεραυνούς Πως θα’ ρχονταν αυτή η πίκρα σου να με αλώσει να μου καρφώσει πόδια και νου σε μια γη ολοένα υποχωρούσα σ’ ένα έλος κοχλάζον σιωπές και εικόνες μαχαίρια. Τώρα στέκομ’ εδώ. Κι είν’ το στήθος μου τρύπιο. Μα τα μάτια μου στρέφουν στις κόχες τους το δικό σου αιματόχτιστο βλέμμα. Πια να τα κλείσω δεν μπορώ Ένα νήμα αιμάτινο πια τα κρατά στυλωμένα Κι είναι η τυράγνια μου αφόρητη. Μα Το ποτάμι το πέρασα. Πίσω δεν έχει…

αμετάκλητα

Στεγνή η στερνή γη χώματα στραγγισμένα ολότελα δίχως μια στάλα υγρή ζωή μονάχα κάψα μονάχα στρώματα καπνού φριχτά που στριμωχτήκαν. Κι οι άνθρωποι λιγνοί αφιονισμένοι λίγο το νιώθουν πόσο αμετάκλητα βυθίζουν στην προσμονή τα εντός τους πεδία` λίγο το νιώθουν το αμετάκλητο. Μα πότε το’ νιωσαν ; Πάντα μετά καλούνται μιας ζωής τη μάταιη γύμνια να ιστορήσουν` πάντα μετά. Τα πόδια τους γυμνά γυμνός κι ο νους τους. Κι ο ποιητής; Πάντα πιο πίσω απ’ τη στιγμή εντός του τσαλακώνει βίαια -μήπως λειάνει απ’ αρχής- την ήττα πoυ ζυγώνει. Το πρόσωπό του πάλι δεν αντίκρισε` ίσως μονάχα το είδωλο της γύμνιας του φριχτά ανεστραμμένο.

ανοίκεια θεάματα

"τοξικομανής νεκρός σε προαύλιο σχολείου": μια ακόμη είδηση που προβλήθηκε με το γνωστό άθλιο τρόπο απ' τα δελτία ειδήσεων. Ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου δεν αποτέλεσε την είδηση, όχι. Η είδηση ήταν ο χώρος που πέθανε. Ένας χώρος ιερός, αποστειρωμένος, ένας χώρος που δεν πρέπει να μολύνεται από τέτοια θεάματα. Η είδηση ήταν ότι ένας άνθρωπος απ' την αντίπερα όχθη τόλμησε να εμφανίσει το πρόβλημά του σε κοινή θέα. Τόλμησε να περάσει τα τείχη. Και η μόνη λύση που προτάθηκε ήταν η φύλαξη, η αστυνόμευση, να χτίσουμε τείχη ακόμη πιο ψηλά, να μην αγγίζουν τα παιδιά μας αυτά τα θεάματα. Κάποτε ήταν κι αυτός παιδί. Κι ίσως φοιτούσε στο ίδιο αυτό το σχολείο όπου έσβησε.. Κείτεσαι ξέπνοος Κάγκελα σε κυκλώνουν Αιχμηρά τρυπούν τη σιγή που σου έταξ’ η μοίρα. Κείτεσαι μόνος. Τριαντάφυλλα χλωμά τα δυο σου μάτια Σφραγισμένα. Άμμος κινούμενη να μοιάζει η εικόνα γεμάτη κόκκους αχνούς ανατέλλει Κείτεσαι αλάργα. Θίασος βουβός σε κυκλώνει. Πρόσωπα –λες-στοιχειωμένα από φόβο μ’ οργή κι αηδ

μέσα μου κλείστηκα

Κρατιέμαι από την κουπαστή ενός πλοίου που ταξιδεύει με ρυθμούς ιλίγγου. Τα δάχτυλα παραμορφώθηκαν ,λες ,απ’ την ένταση σφίγγουν το κρύο σίδερο να μην το χάσουν. Γαλάζιες κορδέλες αφρισμένες σφιχτά δεμένες με το άσπρο της νιότης που χάθηκε είναι το μόνο που επιλέγω να δω. Γελώ τον εαυτό μου πως είναι λέει η θάλασσα που σχίζεται στα δυο απ’ το μοναχικό σκαρί που με ταξιδεύει. Χρώματα αλλόκοτα πλέκουν φωνές καρφωμένες σε τόξα μιας νόησης ξένης ολότελα ξένης στη φύση μου. Δεν έχω λοιπόν επιλογή παρά να προσποιηθώ μια επιμέρους τύφλωση. Το βλέμμα μου μονότονα καρφώθηκε εκεί στις γαλάζιες κορδέλες κι από την ένταση πήρε ένα χρώμα πύρινο` φοβάμαι αν αντικρίσω το βλέμμα σου θα το κάψω γι’ αυτό προτιμώ να τ’ αφήνω εκεί ν’ αναπαύεται στις γαλάζιες κορδέλες χωρίς να νοιάζομαι για το σκαρί που το βάρος μου σηκώνει αν το ταξίδι του έχει στ’ αλήθεια κάποιο προορισμό. Μέσα μου μάλιστα το νιώθω - κι ας το ποθώ κάποιες στιγμές να σφάλλω αλήθεια- πως δεν πηγαίνει πουθενά. Κύκλους κάνει αέναους γύρω

μάταιη φύτρα

Σ’ αυτήν την άνοιξη σταθήκαμε γυμνοί δίχως μια σπίθα πια να καίει στα έρμα μας μάτια. Μια φυσαρμόνικα μας μάγεψε νωρίς δίχως ιμάντες να κρατιόμαστε από τ’ άστρα και να χορεύουμε αλλόκοτους σκοπούς νύχτα να στάζει απ’ των κορμιών μας τις ικμάδες και στους κροτάφους μας να ρέει υγρό καυτό. Ποιος το τραγούδι θ’ αρχινήσει; Μια αγωνία μας καρφώνει σ’ άγριο φως. Ποιος το τραγούδι αυτό θα απλώσει ; Στα πόδια μας που έχουνε μάθει το σκοπό την τραχηλιά της νύχτας με τ’ αστέρια να δωρίσει Να τη στεριώσει στο ρυθμό μιας νοσταλγίας που’ χει κρυφά λησμονηθεί με πόνο υπόγειο βουβό. Ποιος το τραγούδι της φωτιάς θα τραγουδήσει; Ποιος στο πετσί μας θα τ’ αλείψει να μας κάψει απ’ άκρη σ’ άκρη. Ορφανή μονάχη λάβα το μυαλό μου ξεχύθηκε από ηφαίστειο σβησμένο Το τραγούδι της φωτιάς –λένε- γυρεύει. Ορφανή μονάχη λάβα η ψυχή μας λιώνει σαν αποκοιμιούνται συνειδήσεις απ’ τους κροτάφους της γης σιγανά σιγανά στάζει πίκρα ένας πέτρινος θόλος μας κλείνει παγωμένα πουλιά αιωρούνται με ράμφη ραμμένα. Ήτανε –

ρωτήματα

Χάζευε τα κοχύλια μες στη σκέψη της Κλαδιά της φράζαν το δρόμο Έκανε πως δεν τα’ βλεπε Της τρυπούσαν το βλέμμα Έτσι που θα’ λεγες πως έμοιαζε διάφανο Όπως διάφανο μοιάζει το καύκαλο της σιωπής Μετά τη βίαιη δίνη άγρια φλεγόμενων στιγμών Που σε σέρνουν αργά στη φορά τους. Μια οφειλή που ποτέ δεν αντάμωσε το δίκιο της Μια θάλασσα που κανείς δε χτένισε με βλέμμα θαλπωρής Κι ο ουρανός που’ μοιαζε ματωμένος Σαν ένας θόλος από αναίτια δοσμένα ρωτήματα Που μύριζαν καπνό Ακόμη και σήμερα θαρρώ πως νιώθω την αιθάλη τους Με τυλίγει σαν αργόσυρτο ταγκό Που όμως ποτέ δεν έμαθα τα βήματα Μοναχά στον ύπνο μου Κάποια στιγμή θαρρώ πως ένιωσα πώς είναι να κοιτάς Μέσα απ’ το δέρμα τους Μέσα απ’ τις κόχες των ματιών Να ξεκοιλιάζεις τα ρωτήματα Να λες Κοιτάτε με άμοιροι αλώβητοι Καιρών μισών και μόνων και σκιαγμένων Ήμουν εκεί απ’ τη αρχή Και σας τσουρούφλιζα το βλέμμα Σαν με κοιτούσατε ειρωνικά Σαν μου κραδαίνατε την όποια αυταπάτη

λέξεις ξεφτίδια

Άλλο δεν έχω πέρα από εικόνες αστραπής και λέξεις τρύπιες Σε φόντο μαύρο με αχνές πιτσίλες από στάχτη Πασχίζουν να υπάρξουν οι σιωπές μου Να νικήσουν τις λέξεις Τις φαύλες Τις ξένες Τις μόνες Πόσο πλανώνται. Καμιά σιωπή δεν πλάστηκε για να υπάρξει Μόνο ίσως για να καλύπτει τις κραυγές Αυτές που χαράσσουν στις λέξεις δακρυόεντα κύματα Μήπως ντύσουν τη γύμνια τους Μήπως –για λίγο- σκεδάσουν τη μοίρα τους Σε ουρανούς από φωτιά. Ίσως αν έβρισκα έναν μονάχα ξάστερο ουρανό Το βλέμμα μου να ξεκουράσω Ίσως αν έβρισκα λίγη άμμο καυτή Τα χέρια μου να βυθίσω στις ανταύγειες της Μάταια Αυτές οι τρύπες μονάχα μπαλώνονται Ίσα για να φαίνονται περίτεχνα οι όποιες αμυχές τους. Με λέξεις ξεφτίδια Πόσες σιωπές να ζωγραφίσεις;

ευθεία

Θα’ ρθει καιρός που όλα θα φαντάζουν ίσια Μια τέλεια ευθεία Δίχως καμιά καμπή, χάσμα ή καμπύλη. Η σκόνη θα σωρεύεται αθόρυβα πολύ στις εσοχές Κι εσύ θα είσαι εκτός Μόνιμα εκτός Με τη λύπη Πνιγμένη απ’ το βρόχο της σιωπής της Να καθρεπτίζει στα θολά τα μάτια σου Την αρυτίδωτη όψη της. Κοπέλα νωρίς που γέρασε εντός της Με μαλάματα ποικίλα Το πορσελάνινο δέρμα της χρίζει Κι είναι νωρίς για να το δει Κι είναι αργά για να το νιώσει. Γι’ αυτούς που αλώθηκαν ο χρόνος αξία δεν έχει. Το νωρίς το αργά Ποιος το ορίζει; Μια αργόσυρτη ευθεία ο καιρός Μια μονότονη ολάσπρη ευθεία Κι ο ήλιος ανήλεος σκάφτει εσοχές Μοναχά για να χώνει τις μνήμες Να ζαρώνουν μονάχες , να γίνονται στάχτη. Γι’ αυτούς που αλώθηκαν οι μνήμες αξία δεν έχουν Παρελθόν και παρόν όλα ίσια Μια μονότονη, αργόσυρτη ευθεία Κι εσύ Καημένε Πώς το νόμισες πως ήσουνα εκτός; Με χέρια τρύπια σκάφτεις τη θολή ματιά σου Και με μια τρύπια πια κρησάρα Κοσκινίζεις τους καιρούς τους χαλεπούς Που πια περάσαν Πώς την ευθεία να λυγίσεις; Και το ί