Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2008

οδυνηρό

Πώς να μιλήσεις για ουρανό σ’ αυτή την πόλη; Σκύλος που απόκαμε η φωνή σου Συριγμός άηχος , ξεψυχισμένος Την ίδια την ανάσα του σιχάθηκε Και απόμεινε σ’ ένα μικρό χαντάκι ματωμένος Να σκούζει οδυνηρά . Τριγύρω σου ουρλιαχτά Αλυσίδες βαριές κροταλίζουν τη θλίψη τους Στην έρημη χώρα που απόγειρε μέσα σου Μόνη σου άμυνα ένα σφύριγμα υπόκωφο Σαρώνει όλους τους οχληρούς τριγύρω ήχους Μέσα σου βουητό αλαλαγμών Σφαγμένων ήχων Η όψη σου νωθρή. Και σε κατηγορούν για αδράνεια Υψώνουν το φρύδι επιτιμητικά και σε δικάζουν. Αυτοί που ξέρουν να μιλούν για λέξεις πια κενές νοήματος Αυτοί που πήραν λέξεις και τις ξεκοίλιασαν τις αποστράγγιξαν και τις αφήσαν άψυχα κουφάρια να σέρνονται στο στόμα των μονίμως ειδικών εθνοσωτήρες κόρακες μακάριοι στην παχυλή τους άγνοια αρπάζουν κάθε νύχτα το φεγγάρι το πριονίζουν λίγο λίγο κι ύστερα με αυταρέσκεια κραυγάζουν επαίρονται για το μέγιστο αυτό επίτευγμά τους` και οι κραυγές τους γίναν πια τούτου του κόσμου η σημαία που ολάκερος γυρίζει γύρω από ψέμα βολικό κα

στη ματιά του παιδιού

Χαμογελαστά μεσημέρια κουρνιάσαν στη ματιά του παιδιού` Με κοιτάζει με βλέμμα ονείρου δίχως ίσκιους. Δεν πρόλαβε τους ίσκιους να γνωρίσει. Τον θάνατο τον ξέρει μοναχά σαν μια λέξη ίσως και σαν φιγούρα σε βιβλία σκισμένα που πια δεν ξεφυλλίζει. Με κοιτάζει. Δυο χελιδόνια ζωγραφίζονται πάνω απ' τα μάτια του. Χαμογελούν κι αυτά με ορθάνοιχτα φτερά έτοιμα να πετάξουν. Μ' αγκαλιάζει η ζέση τους με τυλίγει κι αφήνομαι. Μια στιγμή , μια αιωνιότητα` Στη ματιά του παιδιού που γελάει. Κι εγώ το μόνο που ποθώ είναι για μια μονάχα τόση δα στιγμή να χωθώ στη γαλάζια τους θάλασσα να αφεθώ να βουλιάξω γλυκά στην αμέριμνη γαλανή θαλπωρή της. Μα το νιώθω πως οι στιγμές της αμεριμνησίας τελείωσαν τη μοναχή εκείνη στιγμή που αντίκρισα το βλέμμα μου στον καθρέπτη και είδα το χελιδόνι να μισεύει` Η μοίρα του χελιδονιού εξάλλου του επιτάσσει να χαμογελά μοναχά πάνω από αθώα μάτια παιδικά` και τα δικά μου έχουν από καιρό πάψει παιδικά να μοιάζουν.

φριχτά προβλέψιμοι

Κράτησαν στο στόμα ένα ποτάμι Τους γαργαλούσε τη σιωπή ηδονικά Σιγομουρμούριζε μια αύρα πηχτή πολύ Μέσα της πηγαινόρχονταν εικόνες Τρεμαμένων φωτονίων Και το μυαλό τους νωθρό πολύ Για να συλλάβει Την αιμάσσουσα εικόνα Κρατιότανε ασφυχτικά σε μια πτυχή της Και την αγκάλιαζε μ’ αφρίζουσα ορμή Κι ύστερα πάλι ξέχασαν. Πόσο φριχτά προβλέψιμοι Αυτοί οι άμοιροι βροτοί Αιώνες παραμένουν

τα χέρια μου θυμίζουν θάλασσα

Τα χέρια μου θυμίζουν θάλασσα Πράσινη θάλασσα γεμάτη ίσκιους απουσίας ίσως και προσμονής Ανακατεύουν τον αέρα κινήσεις αλλόκοτες τα χέρια μου όταν μιλώ Οι λέξεις άψυχα κουφάρια σέρνονται στο πάτωμα δίχως ούτε μια στάλα αίμα μέσα τους Το’ χάσαν, λες, σε αδιάφορα πεδία μαχών πολύ πριν καταλήξουν στη σιωπή μου σφηνωμένες. Στις λέξεις ρέει ένα υγρό πράσινο` είναι λένε το χρώμα της ελπίδας το πιο μαχητικό χρώμα Μα η μετάγγιση αργεί Τώρα μονάχα τα χέρια μου κρατούν την όψη της θάλασσας Έτσι καθώς τα πιάνει η άκρη των ματιών μου να κυματίζουν με αγωνία ακοίμητη μια θλίψη απλώνεται τα σωθικά μου αγκιστρώνεται μέσα μου με χέρια μύρια κι άλλοτε με χαϊδεύει κατευναστικά άλλοτε με χτυπά με μένος Και μια κραυγή μου ξύνει τους κροτάφους όταν το βλέμμα των άλλων τα άψυχα λόγια μου χλευάζει είναι που η μετάγγιση αιώνες τώρα εκκρεμεί και υποπτεύομαι με φρίκη πως μόνο πια τα χέρια μου απομείναν να πάλλονται με πάθος λες και τις λέξεις που θωρώ νεκρές μπροστά μου πασχίζουν να ξυπνήσουν πόσο μοναχικά φαντ

βουβοί καιροί

Μια Κυριακή που ζούσε χρόνια στη σιωπή ξάφνου θυμήθηκε ν’ απλώσει την πραμάτεια της σε πάγκους ουρανού γιομάτους λάσπη. Σαλτιμπάγκοι μουγκοί με τη χολή στο αίμα χορεύαν ολοένα` Κουτσοί μ’ ένα ποδάρι ξέχειλο στο ξίγκι χαζεύαν οι πραιτόροι σε μιαν άκρη` γελούσαν και χλευάζαν τους αθώους σαλτιμπάγκους. Και ξάφνου ένα μικρό παιδί που’ χε ,λες, ξεχαστεί σε μιαν άκρη του κόσμου μοναχό με βλέμμα οξύ που διαπερνούσε των θεατών τη νάρκη εστάθη ολόρθο μπρος στους πραίτορες και τους κοιτούσε ολόισια στα ξύγκια που πληθωρικά κραυγάζαν τη βολή τους` ήταν το βλέμμα του γαλήνιο όπως το κύμα που μουρμουριστά τραγουδά στα χαλίκια και τα σμιλεύει με την αρμύρα του και η φωνή του κράταγε μέσα της ριπές` εξακοντίστηκαν στα φοβισμένα μάτια τους` μιλούσε για το κύμα που μονάχο ταξιδεύει δίχως να περιμένει από κάπου ανταμοιβή και για την όψη της αλυκής όταν πια από αλάτι είναι χορτάτη και για το βλέμμα της νιότης που χορταίνει από αγώνα κι έρωτα` μιλούσε για τη δίψα του μυαλού να βρει το πέρας του και για τη

αλλότριος

Μετάλαβα ζωή , φώναζες Μετάλαβα ζωή Κι όμως Το βλέμμα σου ριγμένο καταγής Κι ένα κορίτσι έστεκε απόμακρα - μάτια από σύννεφο θαμπά και λυπημένα - στην όχθη ορύγματος που’ χασκε μοναχό μίλια μακριά σου δεν το’ βλεπες το βλέμμα σου σερνότανε καταγής η σκόνη το’ χε πια στοιχειώσει γαλάζια κρούστα από θαμπωμένα μισάνοιχτα γιατί το’ χε καλύψει πόσο στ’ αλήθεια γέρασες μονολόγησε το κορίτσι σε είδε σε γνώρισε μονάχα εσύ δεν κατάλαβες τίποτα το βλέμμα σου είχε καλυφθεί με τόνους λάσπη - έβρεξε βλέπεις στο μεταξύ- τώρα πια είχες άλλοθι αδιάψευστο για την επιλεκτική σου ματιά δεν είναι εύκολο να ξανάβρεις το βλέμμα σου φώναζες με βλέπετε , πασχίζω μερόνυχτα τρύπια τα χέρια μου απ’ το σκάψιμο σε βλέπαν όλοι έσκαβες με δάχτυλα πέτρα απ την ένταση τη λάσπη που’ χε ξεραθεί -μεσολαβήσαν , βλέπεις , αιώνες ξηρασίας- κοιτάξτε με , φώναζες αίματα τρέχουν απ’ τα χέρια μου μα εγώ αμετακίνητος στο στόχο μου και όλοι γύρω είχαν σαστίσει αλήθεια άξιος ένιωθες πολύ μεγάλου επαίνου Λίγοι μονάχα πρόσεξαν το χρ

καθρέπτης

Σήμερα με κρατήσαν απ’ τα νύχια Αυτοί οι εχθροί μου Που ολοένα μακραίναν. Δε μ’ αφήναν να δω τον καθρέπτη. Κι όμως Αντίκρυ μου τον στήσανε τον στέριωσαν σ’ ένα χρυσό σκαμνί και τον σκεπάσανε με μαντίλι ολομέταξο στο χρώμα της πορφύρας. « Αν το μπορείς, πλησίασε » μου φώναζαν « Αν το βαστάς, σήκωσε το μαντίλι.» Κι εμένα έτρεμε το βλέμμα ολόγυρα στρεφόταν ολοένα στο θέατρο του παραλόγου κόκκινα άτια ντυμένα με χρυσοποίκιλτα σκουτιά καλπάζαν γύρω απ’ το σκαμνί κι απάνω τους αλλόφρονες γυναίκες που σκληρίζαν και άνδρες τυφλοί με μια μακάρια νωθρότητα στην όψη. Με κοροιδεύαν οι γυναίκες οι άνδρες δε με βλέπαν καν κι εγώ το βλέμμα να παλεύω να στυλώσω σ’ έναν καθρέπτη που τρεμόσβηνε σ΄ ένα μαντίλι που άλλαζε χρώματα ολοένα σ΄ ένα σκαμνί που βούλιαζε στην άμμο κι έρχονταν οι εχθροί μου και με πιάναν απ’ τους ώμους γραπώναν το κεφάλι μου σφιχτά σε χέρια μέγγενες με βοηθούσαν –έλεγαν- πιο καθαρά να διακρίνω αυτό που ολοένα βούλιαζε μα’ γω το έβλεπα οι πλάτες τους στραμμένες στον καθρέπτη τα μάτ