προσμονή
Πόσα ποτάμια μας κυκλώσαν λάβα κόκκινη Ηλεκτρισμένα νήματα ο φόβος μας κρατά Σκιές τριγύρω από την όχθη Να εκλιπαρούν με μάτια γλάρου Να σέρνονται Οσμή του φόβου Τανάλια θα συνθλίψει τους κροτάφους Μάτια κόκκινα Απ’ την άχαρη αγρυπνία. Κι εσύ βουβά να γέρνεις το κεφάλι σβησμένο κύμα και μονάχος να μιλάς: “Αν το δυνόμουνα ν’ αλώσω το φαράγγι της σιωπής να ξεκοιλιάσω τη βουβή ματιά αυτή τη χάντρα που γυάλινη σαλεύει μέσ’ απ’ τον καθρέπτη ` κάποτε οι θεοί ενοικούσαν σε θνητούς γάργαρο αστείο η ματιά τους κι ο Προμηθέας καταριότανε τον ίδιο τον πατέρα των θεών τώρα μοιάζει η φωνή μου αστείο αταίριαστο μανδύας γελωτοποιού άσμα νεκρίκιο ντύνει σ’ ένα γράμμα που απόμεινε κενό και μια ηχώ που όλο μέσα μου επιστρέφει: μας ξεχάσαν οι λέξεις μας αλώσαν τα χρόνια πια μονάχα εικόνες μας μένουν και μια γερμένη εμμονή μας ψιχαλίζει τη σιωπή με κεντρί υπόγειο.” Όλη μας η ζωή κουλουριασμένη σε μιαν όχθη Κι ο ποταμός ολόγυρα μας κλείνει Κόκκινη λάβα ο φόβος αλυχτά.