ξόδεμα
Πώς να μιλήσω μέσα μου τη δίψα; Χώμα ο ουρανός μου ραγισμένο. Να μην το θέλω Κι όμως εκεί να μ’ ακουμπάει Με μάτια κάρβουνο πυρρό Με νύχια πρόωρα αιχμηρά. Να σχίζει το πρόσωπό μου τη νύχτα Και το πρωί Ξανά μεσ’ απ’ τη μάσκα της θωριάς μου ν’ αναθρώσκουν Λόγια καπνού Με πρόσωπο ακέραιο Λες Και λείο. Πώς να φιμώσω μέσα μου το χρόνο; Θεριό που κράτησε στα μάτια του το φόβο Τον σάπισε κουφάρι τρύπιο από παντού Κρεμασμένο νωθρά στα γερτά μου ματόκλαδα. Χαράδρες σκοτεινές οι φθόγγοι μου Αντιλαλούν αλαλαγμένα σκόρπια λόγια Κι είναι ο αέρας γύρω μου σεντόνι Κρατημένο σφιχτά στο λαιμό μου.