...
λοιπόν ξεχάστηκα είπα θα μίλαγα μα πάλι τέρμα έμεινα να κοιτώ τη θάλασσα όταν η οσμή του σάπιου ντύνεται το πατσουλί της πουτανιάς και βγαίνει στη γύρα να βρει πελατεία σε συναντά στη γωνιά σου να σφυρίζεις αμέριμνος σε πιάνει απ' το γιακά και σε τραντάζει σου δείχνει τα κούφια δόντια της ανασαίνει πάνω σου τη σήψη της σε λούζει ολάκερο και συ στη γωνιά σου θα' θελες να χτιστείς μέσα στα τούβλα κείνου του τοίχου θα' θελες να βουλιάξεις στην αρμύρα κείνης της θάλασσσας που παιδί κολύμπησες κι ήταν το δέρμα σου γεμάτο πόρους π' ανασαίνα