Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2018

γυμνό βλέμμα

Το μόνο αντίδοτο στη σήψη είναι το γυμνό βλέμμα. Δίχως παραπλανητικούς φακούς. Το δίλημμα τότε χάσκει με τον ίλιγγο του γκρεμού στο στέρνο. Ο Οιδίποδας, γυμνός από την πλάνη του, κρατά τα σκοτωμένα μάτια στα χέρια του και μας περιγελά.

Γράμμα στον Κώστα Καρυωτάκη

Εικόνα
Ποιητή με το διάφανο δέρμα, το δέντρο που σε ίσκιωσε ρίχνει τα κλαδιά του στον όρθιο ύπνο μας. Μ’ αυτά παλεύουμε να σε κοιτάξουμε. Κι αν σε πουλήσαμε κι εσένα, κι αν βγάλαμε απ’ το αίμα σου θεωρίες φιλολογικές που βαριεστημένοι φοιτητές σε αίθουσες πνιγμού αναμασούν συγχώρα μας ποιητή, μα δεν ξέραμε τρόπον άλλο να υπάρξουμε . Εμείς οι φιλόλογοι με τα γαριασμένα πετσιά με την εμμονή στο ακέραιο καθήκον με τα μάτια σταχτιά εμείς που δε θα πεθάνουμε ποτέ από αηδία σε χαιρετούμε ποιητή μέσα από το βυθισμένο στη σκόνη κλουβί μας. ... ( από την ανέκδοτη συλλογή " Στη φλέβα της πέτρας" )

τρία ποιήματα

Εικόνα
Ειρήνη Παραδεισανού, "Τρία ποιήματα" Γυμνή από δέρμα Μικρή που ταλαντεύτηκες στο σχοινί των ανθρώπων γυμνή από δέρμα φαίνονταν μέσα σου τα όργανα καρδιά, πνεύμονας, συκώτι, σπλήνα, χολή κι η γλώσσα δεμένη στο φάρυγγα. Διπλωμένη στα χέρια σου η φωτιά ίσιωνε τα σώματα των αιώνιων χορευτών μέσα στην άκαρπη κοιλιά του κήτους. Μελάνι να σιωπήσει Αυτά τ’ ανθάκια που γεννά η ροδακινιά μας έτσι ως ξεμυτούν στο γάλα θέλω να δω στα μάτια του θεριού στρεψόδικα να φέγγουν να του τρυπούν το μαύρο και να γκρεμίζεται με πάταγο στα βάθη της θάλασσας και ως βυθίζεται στα κύματα του νου να κλείνω μέσα στα ταραγμένα στήθια αυτήν την τρεμώδη μπίλια που μου τίναξε μονάχα εγώ εσείς μη δείτε εσείς γλυκά μου αθώα μακάρια ν’ απλώσετε στα νέφη τα μαλλιά σας και τα μέλη σας μ’ εμπιστοσύνη να δωρίσετε στον ήλιο. Το θεριό που κοιμήθηκε μέσα σας έδωσε στο ποίημα μελάνι να σιωπήσει. Όρθια μπροστά σας

η κόρη και ο θεός των πραγμάτων

Η κόρη ισιώνει το πόδι στου χορού τα βήματα κι ο θεός των πραγμάτων ανοίγει τα έκπληκτα μάτια ορθώνει την παλάμη στην πλάτη της κόρης της σφαλεί τα τσίνορα με το δέρμα του ύπνου με τα χέρια φτερά να σκάφτουν ανάποδα στην αλυκή του παράλληλου κόσμου. Η κόρη μιλά. Στάθηκα στην ακμή του κύματος που αργοσαλεύει στους κροτάφους. Το δέρμα γίνηκε ατσάλι πηχτό κολλημένο στα κόκαλα. Δεν έχει σάρκα πια. Μονάχα αλάτι. Μονάχα το αίμα που σφυροκοπά μέσα απ’ το σάρκινο δέρμα. Θεέ των πραγμάτων εσύ που τον πόνο τους τον δώρισες στο αλάτι του ορθωμένου κύματος κι ύστερα απόκαμες και ξάπλωσες στην άμμο κι άφησες την πνοή σου να σαρώσει τα σκουριασμένα σύννεφα τη μπίλια της θλίψης που έγειρε μετέωρη στο εκκρεμές της πέτρας εσύ που με γύψινα χέρια αγγίζεις τη σάρκα αυτήν τη μπίλια που στέκει πάγος στο κύμα πώς να τη σπάσεις; Δε σου’ δωσε ο Θάνατος να νιώσεις το μαύρο βουητό της σμέρνας στα χέρια σου Σε κοιτώ με τρεμάμενο το μάτι του ύπνου κι ας το νιώθω πόσο μικρός σαλεύεις μέσ