Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2020

Κραυγές

" Το 1984 του Όργουελ είναι εδώ και σου καρφώνει στο στήθος αυτό που σκόπιμα αποσιωπάται.. πως μας νίκησε το Τέρας του φασισμού ,γιατί αφεθήκαμε να αλλοτριωθούμε ευχάριστα, κυλιόμαστε στον ατομικό του βούρκο ο καθένας και θαρρούμε πως με τις οργής κουβέντες που σκαρώνουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την παρουσία μας σε μια διαδήλωση , με τις άναρθρες κραυγές μας κάνουμε το χρέος μας ..μιλάμε - λέει- καταγγέλλουμε το Τέρας. Κραυγές είναι και τα δικά μου λόγια το ξέρω..ίσ α ίσα να εκτονώσω το θυμό μου. Σκέφτομαι κάποιες στιγμές πως και το διαδίκτυο ένας κάδος σκουπιδιών είναι όπου ανακυκλώνεται η οργή μας και μετατρέπεται σε ανοχή . " Τα παραπάνω λόγια τα είχα γράψει μετά το Φαρμακονήσι και τις αντιδράσεις που ακολούθησαν . Τα θυμήθηκα σήμερα βλέποντας τις ουρές για τα τρόφιμα .. Και το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι οι στίχοι του Κ.Καρυωτάκη : " Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία.." ...........................

Βλέπω τους χειροκροτητές

Μισώ τις λευκές χειρουργικές μάσκες. Μισώ τα φίμωτρα. Μισώ την ποινικοποίηση της εγγύτητας. Μισώ την κανονικότητα του φόβου. Μισώ την αγυρτεία του χρήματος που κανοναρχεί τα πρόβατα. Αγαπώ τη θάλασσα και τους ανθρώπους που δεν τη φοβούνται. Βλέπω πως με κλείσανε στο κελί του φόβου για το καλό μου. Και τώρα πασχίζουν να με πείσουν πως η μάσκα είναι απαραίτητο εξάρτημα της νέας μου ζωής. Βλέπω τους χειροκροτητές. Βλέπω και το σκοτάδι.

Γιώργος Σεφέρης

Εικόνα
Διαβάζω τον πρώτο τόμο από τις Δοκιμές του Σεφέρη και νιώθω τώρα γιατί αυτός ο ποιητής με κατέκτησε από τα πρώτα του κιόλας ποιήματα που διάβασα κι έπειτα ξαναδιάβασα και ξαναδιάβασα. Είναι ο καημός του για την ελληνική ψυχή ,που στέκει αδιαίρετη μέσα στους αιώνες, από τον Όμηρο μέχρι τον Σολωμό και τον Μακρυγιάννη και ταυτίζεται με τη μοίρα του ανθρώπου που αντικρίζει κατάματα την τύφλα του με τα μάτια της ψυχής. Θυμάμαι το μότο σ' ένα του ποίημα " εις ψυχήν αυτήν βλεπτέον"  , σκέφτομαι με πόση αγάπη έσκυψε αυτός ο ποιητής μέσα στα αιώνια έργα των τραγικών μας ποιητών , πόσο βαθιά τον πόνεσε αυτόν τον λαό με τις ρυθμικά επαναλαμβανόμενες αστοχίες του, μα και με τη βαθιά σοφία του τη ριζωμένη στους στίχους των δημοτικών του τραγουδιών. Τον κατηγόρησαν ότι μιμήθηκε τον Έλιοτ. Δε σκέφτονται όμως ότι ο αληθινά μεγάλος ποιητής που την ψυχή του την έθρεψε ο καημός του ελληνισμού δεν έχει ανάγκη να μιμηθεί κανένα ξένο πρότυπο. Ο Σεφέρης ξεριζώθηκε βίαια από τα πατρογον

Ποιος σκοτώνει τον Όμηρο;

Πού έγκειται η ύβρις του Έκτορα; Στο ότι άφησε τον εαυτό του να ξεγελαστεί από τις υποσχέσεις του θεού, αφέθηκε να τον πλανέψουν τα μεγάλα λόγια της Ίριδας και ξέχασε την απλή αυτή αλήθεια: πως είναι θνητός και δεν μπορεί να έχει την εύνοια του θεού μέχρι το τέλος. Κι επανέρχομαι στο ερώτημα του μαθητή: « Αυτοί ήταν οι θεοί τους; Μα , αν πιστέψουμε πως τη θρησκεία τους οι άνθρωποι την επινόησαν τότε για παρηγοριά , πώς μπορούσαν να πιστέψουν σε τέτοιους θεούς;» Και τη συμπληρ ώνω εγώ: «Τι παρηγοριά μπορούν να σου δώσουν τέτοιοι θεοί, θεοί ηθικά κατώτεροι από σένα, που λένε ψέματα, απειλούν ο ένας τον άλλον, μα- το κυριότερο- σε χρησιμοποιούν για να πετύχουν το στόχο τους κι έπειτα σε αφήνουν έρμαιο της αδυσώπητης μοίρας σου;» Και η απάντησή μου : « Δεν μπορούν να σου δώσουν καμία παρηγοριά.» Αν σκεφτούμε ότι ο Ησίοδος με τη Θεογονία του και ο Όμηρος με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια υπήρξαν οι θεμελιωτές της αρχαίας ελληνικής θεολογίας , νομίζω, είναι εκπληκτική η διαπίστωση

κινητό παλιάς κοπής

Έχω ένα κινητό τηλέφωνο παλιάς κοπής. Τόσο παλιάς, που δεν έχει τη ρύθμιση ούτε φωτογραφίες να βγάζει. Μου αρέσει το σκούρο μπορντώ χρώμα του και η ιδιότητα που διαθέτει, κάθε φορά που πέφτει από τα χέρια μου ( δηλαδή σχεδόν δέκα φορές τη μέρα ) να διαλύεται και να επανασυντίθεται πανεύκολα. Είναι μια ιεροτελεστία πλέον αυτή. Να χάνω το τηλέφωνο μέσα στο σπίτι, να παίρνω από το σταθερό για να το εντοπίσω, εκτός αν βρίσκεται σε κανένα συρτάρι ( μου συνέβη να το παρατήσω στο  συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα ) , να το βρίσκω και μετά να μου πέφτει από τα χέρια, να διαλύεται αλλά ποτέ να μην πεθαίνει οριστικά. Μου έχει συμβεί να χάσω το κάλυμμα της μπαταρίας του στη θάλασσα. Είπα τότε ότι ήρθε η ώρα να αγοράσω καινούριο. Αλλά δυο μέρες μετά που πήγα με τον μικρό μου γιο στην ίδια παραλία, εκεί που παρκάρω το αυτοκίνητο, βλέπω κάτι να γυαλίζει. Ήταν το σκούρο μπορντώ κάλυμμα χωμένο στο χώμα και πατημένο από τα αυτοκίνητα. Το πήρα σπίτι, το καθάρισα και επανασυναρμολόγησα το κινητό. Μια χαρά δ

ανυπακοή

Μια ανάμνηση από τα πρώτα μαθητικά χρόνια. Δευτέρα ή Τρίτη Δημοτικού. Κάθομαι πλαγιαστά στο ξύλινο καρεκλάκι το διάλειμμα και απολαμβάνω με το βλέμμα την κίνηση των ποδιών μου πάνω κάτω, πάνω κάτω . Καλτσάκια ,παπούτσια δε θυμάμαι. Θυμάμαι το πάτωμα της αίθουσας ωστόσο, όπως άλλαζε σχήμα και χρώμα σε κάθε γύρα των ποδιών. Λες και τα πόδια μου ,όπως κρέμονταν από το κάθισμα και τραμπαλίζονταν ανάλαφρα ,δίναν το σύνθημα για έναν ιδιότυπο χορό πέρα από τη στιγμή. Οι συμμαθητές μου χαριεντίζονταν τριγύρω μου, δέρνονταν, χαχάνιζαν. Εγώ δεν ήμουν εκεί. Μέχρι που ήρθε η φωνή της δασκάλας, με ξύπνησε βίαια και με έστησε με το ένα ποδάρι στον τοίχο τιμωρία για την ανυπακοή. Ήταν σίγουρη ότι εσκεμμένα έκανα πως δεν άκουγα τις φωνές της, Πρέπει να ήταν αρκετά λεπτά από πάνω μου φωνάζοντάς μου να γυρίσω ευθεία για να αρχίσει το μάθημα. Θυμάμαι πόσο βίαιη ήταν η επαναφορά στην τάξη. Στην απόλυτη σιωπή των συμμαθητών μου που μύριζε φόβο και υπακοή. Εκείνο που κάνει γλυκιά την ανάμνηση , όμως ,

Άνοιξη 2020

Έχω έναν ουρανό γεμάτο χελιδόνια κι έναν κήπο γεμάτο δέντρα. Έχω έναν κότσυφα στη λεμονιά να κλωσάει τ’ αυγά του. Η φωλιά του μυστική στο φύλλωμα του δέντρου. Τη βλέπει μοναχά αυτός που αργά σαλεύει. Τη βλέπει μοναχά αυτός που κράτησε στα χέρια σπουργίτι και περίμενε ν’ αφήσει την ψυχή του. Ο τσακισμένος του λαιμός στις φλέβες της παλάμης. Κι αυτός γελά την πίκρα του ,χαϊδεύει το κεφάλι και τραγουδά τον αμανέ να το νεκραναστήσει. Έχω μια θάλασσα γεμάτη στάχυα στο κρανίο μου και περιμένω τον θεριστή να τα κλαδέψει. Στο μεταξύ σάς χαιρετώ κραδαίνοντας στα μάτια σας την τρύπια μου σημαία. Το γέλιο άτακτου παιδιού λίγο πριν κοιμηθεί και το κρυφό του πέταγμα πριν γείρει στη γωνιά του με το παράπονο τ’ αητού που ‘ χει φτερά τη νύχτα μα του τα κόβουν το πρωί γιγάντιες τανάλιες και μοναχά στα μάτια του ζαλώνεται η σιωπή του.

Τζιορντάνο Μπρούνο

" Μην εκπλήσσεσθε που σας μιλάω κατ' αυτόν τον τρόπο. Είμαι από τη φύση μου ποιητής γιατί είμαι η αλήθεια που μιλάει κατά λάθος, και όλη μου η ζωή τελικά είναι ένα ιδιάζον σύστημα ηθικής μεταμφιεσμένο σε αλληγορία και εικονογραφημένο με σύμβολα." ... Φερνάντο Πεσσόα, Η ώρα του διαβόλου ( μετάφραση : Μαρία Παπαδήμα ), εκδόσεις Νεφέλη. Όταν ο Πορτογάλος ποιητής χάραζε αυτές τις γραμμές, είναι απίθανο να είχε στο μυαλό του έναν άλλον ιδιοφυή ποιητή και φιλόσοφο, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στη χάραξη αυτού του ιδιάζοντος συστήματος ηθικής , μέσα από ένα φιλοσοφικό έργο που του στοίχισε τελικά την ίδια τη ζωή του. Αυτός ο ιδιοφυής φιλόσοφος είναι ο Τζιορντάνο Μπρούνο.

Είδα εικόνες ντροπής και σήμερα.

Εικόνα
Γιατροί ,νοσηλευτές αλλά και όλοι όσοι εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία δεν έχουν ανάγκη κανένα χειροκρότημα και κανέναν τίτλο. Έχουν ανάγκη το αυτονόητο. Κι αυτό είναι τα όπλα για τον αγώνα που δίνουν. Τα όπλα τους διεκδικούν σήμερα. Αν θέλετε να μιλήσουμε με τη δική σας γλώσσα. Έχουμε πόλεμο, λέτε. Και σε καιρό πολέμου, ο στρατιώτης δε βγάζει γλώσσα στον αρχιστράτηγο. Κι επειδή η γλώσσα που χρησιμοποιείς είναι αυτό που σκέφτεσαι, αξιότιμε συνομιλητά, θα σου πω εγώ τι κρύ βεται στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Ακόμη κι αν εσύ αδυνατείς να το συλλάβεις, γιατί τα μέσα μαζικής ύπνωσης έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους. Σκέφτεσαι πως η δική σου ζωή έχει αξία μεγαλύτερη από τη ζωή του ανθρώπου που τάχθηκε να στην προστατεύσει. Το γνωρίζεις πως αυτός είναι ένας πεζός στρατιώτης σε μια άνιση μάχη και ζητά τα όπλα του. Μα φωνάζεις πως δεν έχει το δικαίωμα να τα ζητήσει τώρα. Και χειροκροτείς στο μπαλκόνι σου τον ίδιο γιατρό, νοσηλευτή, εργαζόμενο στα δημόσια νοσοκομεία , τον ίδιο αυτό

Η Helin Bölek τραγουδούσε.

Η Helin Bölek τραγουδούσε. Και το τραγούδι της κρίθηκε επικίνδυνο. Μα η καρδιά της δεν υπάκουσε στην εντολή και το λουλούδι που θάλλει στα μαύρα της μάτια αρνήθηκε να μαραθεί είπε εσείς που με κοιτάτε με το χαμογέλιο της φωτιάς στα δυο σας χείλη σφηνωμένο εσείς που θάψατε στις κόρες των ματιών την εμμονή σαν δυο κομμάτια κάρβουνο που αρνήθηκε να σβήσει εσείς που ακουμπάτε τον καημό στους γερτούς ώμους για το σπουργίτι που ξεχάστηκε βουβό στην άκρη του σύρματος για τον γονιό που ορφάνεψεν από παιδί για της μάνας το τρικυμισμένο στήθος αδέρφια μου εσείς μην κλαίτε για μένα. ............. 3 Απριλίου 2020. Στη γειτονική Τουρκία, πεθαίνει η Helin Bölek στα 28 της χρόνια, μετά από 288 μέρες απεργίας πείνας.