Με τα χέρια σε όρθιο καημό.
( 1 ) Την πέτρα που κουβαλώ στο βραχνό στήθος μου δίνουν μαντζούνια να σπάσω. Με συμβουλεύουν με λόγια γεμάτα αγάπη. Να τη βαστώ πιο χαμηλά να τη χωνέψω ευχάριστα με χάπια. Σχοινιά να ράψουν το χαμόγελο στις άκριες των χειλιών μου. Σχοινιά να με κρατήσουν όρθια σε λάσπη που κινείται. Σχοινιά να στήσουνε το χέρι μου σε μακαρία στάση χαιρετισμού στην τύφλα μου και στο ραμμένο στόμα. ( 2 ) Τώρα στέκω στην ακμή του κύματος. Ακροβατώ στο πονεμένο πόδι. Και παλεύω να φτύσω το χώμα που μου στόμωσε τα σπλάχνα. ( 3 ) Σας κοιτώ μικρά μου χωνεμένα κάρβουνα και δεν το θέλω να σας σβήσω. Να γίνω πέτρα θέλω πυρωμένη ν’ αντέχω τα χτυπήματα του πλάστη και να σας δώσω τη φωτιά ν’ αναστηθείτε. ( 4 ) Αυτός που είπε Προμηθέα το μυρμήγκι κι ακούμπησε τραχιά την όψη του στο χώμα στέκει αντίκρυ και με δείχνει με τα χέρια διπλωμένα στο στέρνο και τη φωνή χαλίκι μπερδεμένο στα σχοινιά. Λέει πως είναι φύλ