“ Μπαμπά κοίταξέ με.. Κοίταξέ με μπαμπά..” Δυο πιτσιρίκια, αδελφάκια, αγόρι, κορίτσι, με μικρή διαφορά ηλικίας μπαίνουν στη θάλασσα. Ο άντρας κοιτάει στο βάθος. Η πλάτη γυρισμένη. “Μπαμπά κοίταξέ με”. Ο άντρας δε στρέφει το βλέμμα. Δεν ξέρω αν έχω δει πιο ανέκφραστα μάτια. Η θάλασσα κρυστάλλινη. Η ομορφιά της δεν τον αγγίζει. Η πλάτη στραμμένη στα δυο παιδιά. “Μπαμπά κοίταξέ με.. Κοίταξέ με μπαμπά..” Το αγοράκι πιο δυνατά, το κοριτσάκι διστακτικά , με παράκληση στη χροιά της φωνής. “ Μπαμπά..” Η πλάτη του άντρα στραμμένη, το βλέμμα του στον ορίζοντα, μέχρι που παίρνει βαθιά εισπνοή και βυθίζεται. “Μπαμπά “ ουρλιάζει το μικρό αγόρι “Κοίταξέ με μπαμπά” Ο άντρας άφαντος. Έχει βυθιστεί στο νερό. Κι όταν βγαίνει, επιλέγει να μη στρέψει καθόλου το βλέμμα στο μικρό αγόρι. Μονάχα την αμίλητη πλάτη, μονάχα αυτήν έχει μπροστά του και ουρλιάζει “Μπαμπά, κοίταξέ με”. “Θα πεθάνει” ψιθυρίζει στην αδερφή του. Και τότε βλέπει ξανά τη γνώριμη πλάτη κι ο