Βαβέλ
Είπε πως ήταν μοναχός Μιλούσε μία γλώσσα απόκρυφη πολύ Που στην εσώτερή τους ένδεια Έμοιαζε γρίφος
Και βύθισε τα χέρια του Σ’ ένα λαγήνι άμμο καυτή Και δε φώναξε Μονάχα κοίταζε ολόγυρα Με μάτια έμπλεα σιωπής
Κι ο ερχομός του κανέναν δε τάραξε Κι η εμμονή του κανέναν δεν κούνησε
Ήτανε όλοι γύρω του ένας θίασος πασχόντων Ομιλούσαν με πάθος Χειρονομούσαν με ένταση σπάνια
Διόλου παράδοξο λοιπόν Που δεν τον είδε ούτε ένας
Διόλου παράδοξο λοιπόν
Ας είχε κι αυτός ρητορική δεινότητα Την προσοχή τους να τραβήξει.