συνενοχή
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό.. Εκείνη τη νυχτιά που ο ήλιος σκιάχτηκε και βάφτηκε σταχτής Έγερνα ολοένα προς το χώμα Με χέρια νερουλά το υγρό μυαλό μου αναμόχλευα Οργής κουβέντες εξαρχής Κανοναρχούσα Μήπως κεντήσω τη νωθρή μου φύση Αιώνες τώρα που διδάχτηκε να λέει « μακριά από με κι ας γίνουν όλα στάχτη.» Κι ήταν εκεί ένας πέτρινος κήπος ένοχος που κυλίστηκε μες σε ποτάμια λάσπης Κι ήμουν εκεί μια πεταλούδα από χώμα τα φτερά της που καψάλισε μες σε ποτάμια λάβας και κούρνιασε στη χούφτα του εχθρού της ευγνωμονούσα. δημοσιεύτηκε στο poema