εαρινό
Ω θεέ μου, πόσο ανώφελα κραυγάζεις ! Σ’ ακούω απ’ τη βαθιά σπηλιά μου , εκεί που μ’ έριξες αιχμάλωτη του νου μου ,και φοβάμαι θεέ μου .. χρόνια τώρα δεν τολμώ να βγω να σ’ αντικρίσω κατάματα. Πώς να σ’ αντικρίσω εξάλλου; Μ’ έπλασες δειλή και μου’ δωσες από πάνω μια ψυχή αχόρταγη , λιονταριού καρδιά σε σώμα μυρμηγκιού, έτσι μ’ έπλασες, μονάχα για να νομίζω πως μπορώ να σ’ αντικρίσω και να μην παραιτούμαι ποτέ κι εσύ να γελάς , θρονιασμένος εκεί ψηλά, με τις αδέξιες κινήσεις μου και τη γελοία εμμονή μου ν’ αρνιέμαι τη φύση μου την καρφωμένη στα πιο πυκνά σκοτάδια. Μα ξέχασα.. Μ’ έπλασες σύννεφο μαύρο γεμάτο κεραυνούς και ρεύματα ηλεκτρικά που όμως μέσα του νομίζει πως είναι ήλιος. Είδες λοιπόν πόσο γελοία σου φαίνομαι; Φαντάζομαι ,διασκεδάζεις πολύ εκεί πάνω .. Να με βλέπεις να περιφέρομαι πάνω στη γη με ένα νου πεπερασμένο και μια γελοία από πάνω εμμονή πως είναι λέει παντοδύναμος. Χα χα ας γελάσω.. Και βαυκαλιζόμουνα στην εφηβεία μου με τα λόγια του Καζαντζάκη