Αναρτήσεις

Ανίδεοι και χορτάτοι

                                                                                                                                                                       ...

μυρμηγκάκι

εδώ σε τούτη την κόχη του κόσμου σε τούτο το χείλος του σύμπαντος μυρμηγκάκι περπατώ σέρνω στη ράχη μου έγνοιες μικρές στενάζω μα έρχεται στιγμή που το βλέμμα μου πέφτει τ' αψήλου κι είναι αβάσταχτη η ποίηση εισβάλλει στα μικρά μου μάτια τα σπρώχνει να ξαστερώσουνε να δουν και τότε γίνεται το διάλειμμα σταματώ τα πόδια μου στεριώνουνε στο χώμα και φεύγει απ' τη ράχη μου το βάρος ήλιοι αστράφτουν στο φτενό μου σώμα κι ανασαίνω

λέξεις νεκρές

                                                             τα νέα που μας έφερε μας χάιδεψαν τ' αφτιά.. Είναι στιγμές που νιώθω πως βρίσκομαι αντιμέτωπη με το απόλυτο σκοτάδι. Όταν η ανοησία και το κλειδωμένο μυαλό φορούν τη μάσκα της επανάστασης. Όταν ο πουριτανισμός , η συντήρηση και ο αυταρχισμός ντύνονται το προσωπείο της σύνεσης. Όταν ο σκοταδισμός, η προγονοπληξία και ο φασισμός προβάλλονται ως αγνή φιλοπατρία Όταν ο εφησυχασμός κρύβεται πίσω από τη δήθεν φιλική ματιά και τη σάχλα Όταν ακούω λέξεις όπως δημοκρατία, λαϊκή εξέγερση, επανάσταση να χρησιμοποιούνται ως σημαία για την κάλυψη της ανομίας Όταν ακούω λέξεις όπως η τήρηση των νόμων, η διαφύλαξη των θεσμών και της νομιμότητας να χρησιμοποιούνται ως προκάλυμμα για την παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, για την επιβολή της πιο φασιστικής βίας ...

κάθαρση

Κειτότανε κατάσαρκα στην άμμο Λίγο πιο πάνω σύγνεφα φωτιάς Ο ήλιος Λίγο πιο κει κοχύλια αρμύρα Γούβες αλάτι π’ άσπριζε στις άκρες Ίσια να φαίνεται η λαχτάρα Να πάρει τ’ αλάτι στις χούφτες της Να βάψει λευκές τις ρυτίδες που σκάβουν τα χέρια της Κι ύστερα να τ’ αφήσει να ρέει Απ’ τις μισάνοιχτες άκριες των δαχτυλιών της Να βλέπει τ’ αψύ άρωμά του με τα μάτια Κι έπειτα Να φέρει τις χούφτες στο πρόσωπο Ν’ αναπνεύσει  αρμύρα μέχρι τον πόνο Εκεί λίγο πιο πίσω απ’ τη λιγοθυμιά να γονατίσει Και να εκπνεύσει Όλη τη σιχασιά του κόσμου Στη θάλασσα.

λυτρωτικό

Έφταναν –λέει- να δρασκελούν Συθέμελα τα σπίτια αυτές οι σπίθες. Τις γέννησε ο ουρανός πριν απ΄ το χάραμα Και τώρα στέκει Απάνθρωπα μακάριος . Οι ωδίνες τέλειωσαν Και το πρόσωπο γαληνεύει Με μιαν αταραξία καρτερική. Απλώναμε τα χέρια σε ικεσία άηχη Στο γαλανό του ήλιου βλέμμα Και ταιριάζαμε τις φωνές. Κρατούσαμε στα χέρια πυρσούς αναμμένους Τα μάτια των παιδιών μας Λίγο πριν γίνουν άνδρες και ξεχάσουν. Τι’ ταν αυτό που αντέχαμε χρόνια αχάραγα; Προσμέναμε ίσως τις ωδίνες Αφέλεια μας κάρφωνε τις φτέρνες στην έρημο Και το νεκρό έμβρυο όργωνε με συσπάσεις το ξερό χώμα Θαρρούσαμε τα σημάδια απ’ τα νύχια του πως ήτανε ζωής σημάδια Οι πλανημένοι Και πώς ν΄ ακουμπήσουμε κάπου τα χέρια μας; Πώς ν’ ανατείλουμε κάπου τη θλίψη μας; Πού να ουρλιάξουμε την εμμονή μας; Πεισιθανάτια εμμονή θα την πουν οι προφέσορες της ποίησης Με το δάχτυλο το υψωμένο σε επίπληξη για μας που το μόνο που ποθήσαμε είναι να κοιτάξουμε τα χέρια μ...

πένθους εραστής

Θα’ ρθούν Τρικυμισμένα θα μιλούν Λόγια στυφά θ’ αγρεύουν Φύλλα Σ’ ένα Φθινόπωρο κραυγής. Θα τα σωριάζουν μυστικά Στο βυθό τους Τακτικά προπαντός Ένα ένα Σαν να φυλλομετρούν ένα σκοτάδι σύννεφο. Θα’ ναι το δέρμα τους πετσί σκληρό Τα πόδια τους λιγνά Το βλέμμα αιματόχτιστο. Κι εσύ Μια ακίδα στη φτέρνα τους Με τα χαζόγελά σου Και με τις εθελούσιες τσιριμόνιες.  έψαχνα κάτι να ταιριάζει στις περιστάσεις που ζούμε και το θυμήθηκα..

ο φόβος

Μας λύσαν τα σκοινιά Πλέαμε ανάσκελα Πετράδια του βυθού Χτυπιούνταν μες στη χούφτα μας Στο λαιμό μας η υποψία του σκοινιού Λεπτή σα νήμα οδοντικό Πιο πάνω απ’ της μιλιάς τη δίοδο Πιο μέσα απ’ της φωνής τον κόμπο Πιο βαθιά απ’ του δέρματος τα λέπια Μια ηχώ αλαβάστρινη Ένα νήμα πιο πάνω απ’ την κοίτη Ο φόβος