χέρια από φίλντισι

Είμαι μια σβούρα κλεισμένη σε δυο χέρια από φίλντισι.
Τα χρώματά μου διαχέονται
τρυπούν τις φλέβες του χεριού
τις βάφουν χρώμα εξίτηλο,
βαμμένο απ’ την πίκρα της φθοράς
του ανεπίδοτου το στίγμα
αυτό που χρόνια τώρα αφήνει πίσω του
σημάδια θαλερά.

Το πιο ακριβό χρώμα εκεί
σφηνωμένο στου νου την άραχλη χώρα
γελά , κραυγάζει νότες ανοίκειες
σου μιλά μια πανάρχαιη γλώσσα
βαμμένη από την πείρα των καιρών.

Το φίλντισι πήρε το χρώμα της μνήμης.
Τα χέρια ανοίξαν κι αποβάλαν τη λευκή τους όψη.
Τώρα μοιάζουν χωμάτινα.
Μυρίζουν χώμα νοτισμένο απ’ τη βροχή.
Και η σβούρα μοιάζει να’ χει πάρει
κάτι από τη στρογγυλάδα της σιωπής
που’ ναι μεστή από φρόνηση.
Τα χρώματά της όλα συγχωνευτήκαν
σ΄ ένα γαλάζιο φωτεινά καθάριο.

Αν την αφήσεις ,
θα κυλήσει έτσι γαλήνια
ως τα μύχια της ψυχής μου.

Να τη βάψει κι αυτήν με χρώμα εξίτηλο.
Όπως εξίτηλη είναι η φύτρα των ανθρώπων
και οι πεθυμιές τους κι οι ελπίδες τους

Όπως εξίτηλα απομένουν και τούτα τα σκαλίσματα
αποκυήματα μιας ιδιοτροπίας αθεράπευτης
που με σέρνει αιχμάλωτη στο άρμα της
πάνω σ’ ένα αέρινο κατάρτι
μυστικά συντροφευμένο απ’ τη φωτιά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν