Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2010

αυταπάτες

Αν μιαν ανάσα πιο κει καρτερούσ’ η ανάσα μου Μετέωρη και μόνη Ήταν που ξέχασα να τη γυρέψω Ήταν που μ’ αφήσαν όλα μόνη Όλα όσα κάποτε φύγαν απ’ το στόμα μου γυμνά Λέξεις φτιασίδια στολισμένες χρυσοποίκιλτα Λέξεις βαριές σαν σμιλεμένες αιώνες σε μέταλλο Λέξεις ματαιωμένες. Κι η ανάσα μου Αχνά παλεύει να με φτάσει Αγκιστρωμένη σε λόγια πτερόεντα Ίπταται Μετέωρη και μόνη. Κάποτε έμπαινα στον κόπο να την ψάξω Κάποτε Πριν ανοιχτούν εντός μου Σύρματα γδαρμένα απ’ τον καιρό Οι αμφιβολίες.

ένας ακόμη ρόλος

αφιερωμένο στους κάθε λογής καθοδηγητές .. Του΄ λεγαν να σταθεί όρθιος Με τα μάτια να κοιτούν ολόισια μπροστά Τα χέρια σε στάση αναμονής Το στόμα σε χαμόγελο να ανοίγεται εγκάρδιο Περηφάνια, του λέγαν ,πρέπει να εκπέμπει το βλέμμα του Περηφάνια Αυτό το τόνιζαν Με τόση επιμονή Που καταντούσε πια γελοίο Αυτοί ήταν ανθρωπάκια μόνιμα με τη μούρη τους στο χώμα Κι αυτός να σέρνεται Μια χρόνια κύφωση την πλάτη του ταλαιπωρούσε Από τα τόσα χρόνια υποτέλειας Από τα τόσα χρόνια τύφλας Κι αυτοί του πιάναν τους ώμους μ' εμπάθεια Περηφάνια του λέγαν περηφάνια πώς το βλέμμα σου θα ρίξεις τ’ αψήλου αν η πλάτη σου γέρνει στο χώμα ορθώσου κραυγάζαν ορθώσου μα τα δικά τους τα μάτια σαπίλα μύριζαν στις κόχες τους ολόκληρα χωμένα λες και τα χώνεψε το τίποτα μια ολόκληρη ζωή μες στο μηδέν και του ζητούσαν περηφάνια λες και το νιώθαν τι σημαίνει αυτή η λέξη γι’ αυτούς ήταν ένας ακόμη ρόλος δεν είναι λοιπόν διόλου περίεργο που αγανακτούσαν απ’ τη δική του αβελτηρία που νιώθαν πως ο στόχος αλίμονο δεν επε

άνθρωποι μονάχα

Κλειδώσαν τα στόματά τους Με ράμματα σφιχτά Απ’ την ανάσα των πουλιών Που’ χαν σταθεί Με τις φτερούγες ανοιχτές Πάνω απ’ τα αλλόφρονα προσωπεία τους Και τα’ κρυβαν τόσο Που’ νιωθαν σχεδόν νηφάλιοι. Θρέψαν τα μάτια τους Με κέρματα βροχής Απ’ τα ουρλιαχτά των λύκων Που’ χαν κουρνιάσει στα ποδάρια τους Και κρύβαν τις σκιές τους τόσο Που’ νιωθαν σχεδόν ολόρθοι. Κι ήτανε άνθρωποι μονάχα Ριγμένοι στα ριζά ενός δέντρου Σκελετωμένοι και λειψοί Κρατώντας στα λιγνά τους δάχτυλα Διαμάντια διάφανα Το γέλιο του παιδιού τους Και στη ματόβρεχτη ματιά Τη θύμηση του έρωτα Των δεκαοχτώ τους χρόνων.

πένθους εραστής

Προσέχοντας από πολύ κοντά τον τραγικό ήρωα, έχεις την αίσθηση ότι αντιστέκεται , αρνείται να παραιτηθεί – όχι ασφαλώς από την σπουδαία πράξη για την οποία είναι προορισμένος – αρνείται να παραιτηθεί από το άλγος : είναι ένας εραστής του πένθους. Αντιλαμβάνεται ότι το πένθος του έχει αρχίσει προτού συμβούν τα άδικα, τα μοιραία γεγονότα , όλα εκείνα που χρίουν τον τραγικό ήρωα ως όργανο και ταυτόχρονα θύμα μιας αποκατάστασης των πραγμάτων . Αισθάνεσαι ότι , παράλληλα με το αδιάλλακτο κίνητρο μιας έγκυρης ηθικής τάξης που νομιμοποιεί τις άκαμπτες αποφάσεις του , λειτουργεί και μια εξίσου άκαμπτη , όσο και παράδοξη , εμμονή του προς ένα πένθος. Ωσάν ο πένθος να είναι ο απαράβατος όρος της πραγματικότητάς του ως συγκεκριμένου , δηλαδή ως μοναδικού και μοναχικού ανθρώπου. Αυτός , υποστηρίζω , είναι και ο καίριος ορισμός εν γένει του τραγικού ήρωα: να είναι το απόλυτα κεχωρισμένο , αδιαπέραστα περιχαρακωμένο ατομικό όν, το οποίο μέχρι το τέλος θα υπερασπίζεται ανυποχώρητα το άβατο της