συνήχηση

για τον πατέρα μου



Κύμα ταξίδευε στα περιστέρια της μιλιάς σου.

Μουρμούριζε τη δίψα του ένοχο
Πάφλαζε την οργή του σε τοίχους άξαφνους
Σε μάτια ξέφτια.

Θάλασσα ταξίδευε στην πλάτη σου.
Αρμύρα έπλεκε χάντρες στα μάτια σου
Κι ήσουν σκυμμένος στην έγνοια σου
Και μουρμούραγες λέξεις .
Σ’ άκουγα κι έλεγα που ήσουν ολότελα ξένος στην όρασή μου
Μα μέσα μου χύνονταν οι λέξεις σου
Σα θάλασσα
Πεφιλημένη απ’ το στόμα του δέους.

Να σπούσαν – λέει- μέσα μου τα βότσαλα
Κι όχι όλα στα μάτια σου
Που με κοιτάζουν ηχερά και νοτισμένα.

Με κρίματα ξένα δεν σου’ πρεπε να γεμίσεις τη ζήση σου.
Και το πόδι σου που βούλιαξε σε κουβά απ' ασβέστη
Κείνη τη μέρα που βούιζαν οι άνεμοι στ’ αυτιά μου
Και τα τρύπαγαν οχληρά.

Όχι δε σου’ πρεπε
Κείνο το βλέμμα
Πέτρα που πλάκωνε το σύθαμπο δείλι
Κι ομίχλη κάταχνη να ψιχαλίζει μέσα μου

Βουβό το κλάμα σου.

Σχόλια

Ο χρήστης Νimertis είπε…
δεν μπήκα για να σχολιάσω το ποίημα... δεν χρειάζονται οι δικές μου σκέψεις σε ένα τέτοιο ανάγλυφο... ήθελα να σου πω περισσότερο μια καλημέρα...
Ο χρήστης ειρήνη είπε…
να' σαι καλά..

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν