Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2014

Ειρήνη Παραδεισανού, "Το ξωτικό και η τυφλή πόλη"


Σάββατο βράδυ σε κεντρικό σημείο της πόλης. Λοξά πάνω στο καπό του αυτοκινήτου ανάσκελα ένας άνδρας. Άσπρα μαλλιά, άσπρα γένια, ντυμένος αλλόκοτα, ένα πακέτο τσιγάρα μόλις να εξέχει από τη δεξιά τσέπη. Άσπρες κάλτσες, παπούτσια μαύρα, φθαρμένες σόλες. Λοξά πάνω στο καπό του παρκαρισμένου αυτοκινήτου. Ανεβοκατεβαίνει το στήθος του σαν να κοιμάται. Το δέρμα σκούρο από την υπερβολική έκθεση στον ήλιο. Μικρόσωμος, τα πόδια του δεν ακουμπούν στη γη.
Έτσι όπως κοιμάται ανάσκελα, λοξά ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου μοιάζει με ξωτικό φερμένο από ένα παράξενο παράλληλο σύμπαν. Ένα σύμπαν όπου οι άνθρωποι βαδίζουν στους δρόμους του ήλιου συνεχώς και κάποτε αποκαμωμένοι κοιμούνται στα καπό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Ξαποσταίνουν για λίγο κι έπειτα συνεχίζουν τον λαχανιασμένο δρόμο τους.
Ένα παράλληλο σύμπαν όπου δεν υπάρχουν ζεστά σπιτικά να δεχτούν το κουρασμένο σου σώμα. Μονάχα αυτοκίνητα εκτεθειμένα στην κοινή θέα. Και οι άνθρωποι τρώνε από τα σκουπίδια και ξαποσταίνουν σε χαρτόκουτες στην άκρη του δρόμου.
          
Ένας νεαρός διασχίζει το δρόμο. Βγάζει το κινητό και τραβάει το ξωτικό φωτογραφία.
Εγώ τον λέω ξωτικό. Αυτός τον λέει γέρο.
          
«Έχει την πλάκα του ο γέρος. Κοιμάται του καλού καιρού».
Με κοιτάει με το κινητό κρυμμένο πια στην τσέπη. Δε με βλέπει νομίζω. Σκέφτεται πόσα λάικ θα μαζέψει η φωτογραφία στη σελίδα του.
          
Μου ’ρχεται να του σπάσω τα μούτρα. Να πάρω το κινητό από την τσέπη του και να το τσαλαπατήσω μπροστά στην έκπληκτη μούρη του. Μου ’ρχεται να ουρλιάξω στα αφτιά του.
«Δεν είναι γέρος. Δεν το βλέπεις; Είναι ξωτικό από κάπου αλλού φερμένο. Ηλικία δεν έχει η πείνα. Δε βλέπεις κακομοίρη μου... Κοιμάται και έχει γραμμένο και σένα και μένα και τη σκατοκοινωνία όπου ζει.»
          
Μα δε λέω τίποτα.
Και γυρίζω σπίτι μου για μια ακόμη φορά με την αίσθηση του γελοίου καρφωμένη στην πλάτη. Στο παράλληλο σύμπαν μου και εγώ. Έγκλειστη. Ελπίζοντας πως για μια ακόμη φορά θα τη βολέψω όπως όπως. Θα προσπερνώ τους πεινασμένους στα φανάρια και στους κάδους. Θα προσπερνώ τα διαμελισμένα νεκρά ζώα στην άσφαλτο. Θα σφίγγω τα δόντια και θα συνεχίζω.
          
Μα είναι στιγμές που το δύσκολο είναι να συνεχίσεις να είσαι από τη θεατή πλευρά του κόσμου. Το δύσκολο είναι να ξέρεις πως κρέμεσαι από μια κλωστή και πέφτεις. Και παλεύεις να καταχωνιάσεις μέσα σου το υγρό που ανεβαίνει όλο και πιο πηχτό στα μάτια σου, στο στόμα σου. Το ξέρεις. Έχεις πια περάσει στην άλλη όχθη.



 πρώτη δημοσίευση στον ποιητικό πυρήνα
http://ppirinas.blogspot.gr/2014/10/blog-post_14.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν