γιαγιά Σοφία

Χθες αποχαιρετήσαμε τη γιαγιά Σοφία.

Ήταν η γιαγιά του συντρόφου μου στη ζωή. Μα ένιωθα ,στον τρόπο που με κοιτούσε, στον τρόπο που με αγκάλιαζε, στα λόγια της ,πως δε με ξεχώριζε από τα εγγόνια της, σαν να μοιραζόμασταν το ίδιο αίμα.

Έζησε πάνω από εκατό χρόνια. Δεν ήξερε και η ίδια πόσα. Δεν έχει σημασία τώρα πια.

Σημασία έχει πως ακτινοβολούσε ολόκληρη το πιο σπάνιο φως. Το φως της αγάπης.
Μιας αγάπης όμως που έκρυβε μέσα της απίστευτη δύναμη.

Το έβλεπες στον τρόπο που στεκόταν - λαμπάδα το κορμί της μέχρι το τέλος. Στον τρόπο που σε κοίταζε. Το βλέμμα της έμεινε καθαρό απ' όλη τη βρωμιά μιας ζωής που επέμενε να την ραπίζει .

'Εζησε στο πετσί της όλη τη σκληρότητα ιστορικών στιγμών που περνούν και παίρνουν στο διάβα τους τις ζωές των ανθρώπων, αδιαφορώντας για τον πόνο τους .

Έζησε δυο πολέμους- ο ένας της στέρησε τον άντρα της - τη βασανιστική φτώχεια, τη στέρηση, την αδικία που τα θηλυκά ως αδύναμα μέρη υπέμεναν σε μια ασφυκτικά κλειστή κοινωνία ,όπως ήταν αυτή στα ορεινά χωριά της Κρήτης.

Η γιαγιά Σοφία όμως ήταν φτιαγμένη από στέρεα υλικά.

Τη διεισδυτική ματιά της ευφυίας, ακάματη ενεργητικότητα, ανθεκτικότητα στις δυσκολίες , δυναμισμό, αστείρευτο πείσμα, εντιμότητα κι ευθύτητα. Μα πάνω απ' όλα ,αυτήν τη μαγική ικανότητά της να σε κοιτάει με μάτια γεμάτα πίστη και να σου λέει την αλήθεια όσο ζόρικη κι αν ήταν αυτή.

Αυτή της η ανάγκη να στέκεται αγέρωχη ,ως γνήσια Κρητικιά ,απέναντι σε όποιον προσπαθούσε να την εκμεταλλευτεί , την έκανε να περάσει δύσκολα, να αναγκαστεί να δουλεύει σαν άντρας στα χωράφια για ένα πιάτο φαγητό για τα παιδιά της. Μα δεν καταδέχτηκε ούτε να κλάψει ,ούτε να δείξει την αδυναμία της μπροστά σε ένα ολόκληρο χωριό που την έβλεπε με δέος αλλά και με φθόνο. Με φθόνο γιατί ξεχώριζε. Αρνούνταν να παίξει τον ρόλο του αδύναμου θηλυκού που αναζητούσε προστάτη. Σε όλη της της ζωή ορθώθηκε πεισματάρα και περήφανη απέναντι στην κουτοπονηριά ,τις απάτες , το φθόνο, με μόνο όπλο αυτό που η ίδια είχε άφθονο μέσα της. Τον έρωτα για τη ζωή και το μεράκι που έβαζε σε ό, τι κι αν έκανε, είτε ήταν τα βιβλία που διάβαζε, είτε οι δουλειές του σπιτιού που μέχρι τα εκατό της χρόνια έκανε μόνη της , είτε τα υφαντά, τα πλεχτά , τα έργα των χεριών της.

Τελευταία φορά την είδα μια βδομάδα πριν πεθάνει.

Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα λευκά της μαλλιά στεφάνι γύρω από το αποστεωμένο πρόσωπο. Μου κρατούσε για ώρα σφιχτά το χέρι, με κοίταζε μ' αυτά τα μάτια της που στάζαν γλύκα και δύναμη και μίλαγε. Έδινε ευχές που εναλλάσσονταν με υπέροχα ταιριασμένες μαντινάδες.

Αυτή η γυναίκα , τα 105 της χρόνια , έχοντας ζήσει μια ζωή που θυμίζει παραμύθι γεμάτο δράκους και θεριά, αποχαιρετούσε αυτήν τη ζωή δίχως καμιά απολύτως μνησικακία , χωρίς θυμό και αγανάκτηση για όσα της στέρησε.

Αποχαιρετούσε το δώρο που της δόθηκε μονάχα με ευγνωμοσύνη και αστείρευτη αγάπη.

" Θέλει ζόρι ο χορός". Μου είχε πει πριν χρόνια.

Τα κράτησα από τότε αυτά τα λόγια.

Ποτέ δε φοβήθηκε η γιαγιά να χορέψει.
Γιατί ήταν πάνω απ' όλα γενναία.
Και μεγαλύτερη γενναιότητα απ' την πίστη στη δύναμη της αγάπης για την ίδια τη ζωή δεν υπάρχει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν