Αν αγαπάς με την αγάπη του ελεύθερου ανθρώπου
Θυμάμαι ακόμη τον τρόμο μου, όταν συνειδητοποίησα, κάπου εκεί στα δεκατρία μου, πως θα' ρχόταν μια στιγμή που θα έκανα κι εγώ παιδιά και θα γινόμουν μάνα. Τρόμος μαζί με θυμό, έναν θυμό αρχέγονο, του ανθρώπου που νιώθει πως δεν ορίζει το σώμα του. Ένιωθα μέσα μου βαθιά πόσο βαρύ και αβάσταχτο, φορές, είναι το φορτίο αυτό. Το 'βλεπα στα μάτια της δικής μου μάνας, στην κούραση του σώματός της, στα λόγια που έκρυβε να μη βγουν από το στόμα της, κάθε φορά που η απόγνωση την τύλιγε. Το 'βλεπα στα μισόλογα της γιαγιάς μου, που γέννησε εννιά παιδιά, της ζήσανε τα οχτώ, οχτώ καρφιά στο στέρνο, μα κι οχτώ καλά κρυμμένα διαμαντάκια στο μαύρο του ματιού. Μικρή σαν ήμουν, εξοργιζόμουν με την ιστορία της μάνας που δίνει στον γιο της την καρδιά της να την πάει στην αγαπημένη του κι όταν αυτός σκοντάφτει και πέφτει, η καρδιά μιλάει “Μην έπαθες τίποτα γιόκα μου;”. Ψυχανεμιζόμουν πως η μητρική αγάπη μπορεί να γίνει θηλιά, να πνίξει ό,τι ελεύθερο τρέφει η ψυχή του ανθρώπου.