«Όλοι εσείς που φλυαρείτε ασύδοτα στα κουρασμένα αφτιά μου»

γράφει ο Κωνσταντίνος Κωστέας 

Δικαιολογώντας τον τίτλο Ρητορική ένδεια (εκδ. Βακχικόν) της πρώτης ποιητικής της συλλογής, η Ειρήνη Παραδεισανού εκμυστηρεύεται: «Με δυσκόλευε η τέχνη της επικοινωνίας. Ίσως γι’ αυτό στράφηκα στην ποίηση. Για να βρω λόγια να μιλήσω την πέτρα που είχα μέσα μου». Ταμένη στα κελεύσματα του Camus και του Orwell, πασχίζει να φέρει στο φως της δική της καλά κρυμμένη αλήθεια. Ξεφλουδίζοντας τις άπειρες στρώσεις από το βαθιά ριζωμένο κρεμμύδι, πορεύεται στη δίνη των κυμάτων ατενίζοντας την καταχνιά με τη συλλογή Τα γυάλινα μάτια των ψαριών (εκδ. Βακχικόν).
Δίνοντας φωνή στις υπαρξιακές, μεταφυσικές και κοινωνικές της ανησυχίες, δεν διστάζει να καταγγείλει. Έπεα πτερόεντα την κατακλύζουν μα δεν την συγκινούν: 
Όλοι εσείς που φλυαρείτε ασύδοτα στα κουρασμένα αφτιά μου
Σκεφτήκατε έστω για μια στιγμή
το μάταιο του πράγματος;
Έχοντας δοκιμαστεί στον ποιητικό λόγο, η Παραδεισανού επιστρέφει για να απευθυνθεί με 24 ποιήματα Στη φλέβα της πέτρας, τη σώψυχη, ανεξερεύνητη ρίζα, που δίνει ζωή «σε ισχνά, γυμνά από χυμούς δέντρα».
Η πρωτόλεια πέτρα, μετασχηματισμένη από τις μυθολογικές και θεολογικές της αναγωγές, της βαραίνει το στήθος. Δεδομένου ότι ασθμαίνει δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, πρέπει να βρει τη δύναμη για να τη σπάσει, καθώς ο χρόνος, ως κακότεχνος τεχνίτης, τη μεταπλάθει σε μάρμαρο. Έχοντας δοκιμαστεί στον ποιητικό λόγο, η Παραδεισανού επιστρέφει για να απευθυνθεί με 24 ποιήματα Στη φλέβα της πέτρας, τη σώψυχη, ανεξερεύνητη ρίζα, που δίνει ζωή «σε ισχνά, γυμνά από χυμούς δέντρα». Το ανεξιχνίαστο χρόνιο άχθος, που κατατρύχει την Παραδεισανού, παρομοιάζεται με μια αλλόκοτη και άγνωστη στους γιατρούς αρρώστια. Επαναλαμβάνοντας τη φράση: «η αρρώστιά μου όνομα δεν έχει» δίνει στο ομώνυμο ποίημα εξομολογητικό τόνο και εντείνει την αγωνία του αναγνώστη για το υπαρξιακό της τέλμα. Στο υπόστρωμα αυτών των στίχων μπορούμε να ανακαλύψουμε την κατάληξη του ελεγείου [Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ…] του Κώστα Καρυωτάκη:
Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τί να ’χουμε, τί να ’χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά! 
Η αναφορά σε μια απροσδιόριστη πάθηση και από τους δύο ποιητές μάς πείθει να θίξουμε την ευρεία διακειμενικότητα της συλλογής. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο «Γράμμα στον Κώστα Καρυωτάκη». Εκεί, η Παραδεισανού παραδέχεται τις οφειλές της στον «ιδανικό αυτόχειρα», ζητεί συγγνώμη για τις «φιλολογικές θεωρίες που βαριεστημένοι φοιτητές σε αίθουσες πνιγμού αναμασούν» και απολογείται για την καπηλεία του αίματος του ποιητή από προσηλωμένους στο καθήκον φιλολόγους, οι οποίοι δεν θα πέθαιναν ποτέ από αηδία.
Στο ποιητικό της σύμπαν είναι παρούσες δύο σημαίνουσες εκπρόσωποι της διεθνούς λογοτεχνικής σκηνής (Βιρτζίνια Γουλφ, Σύλβια Πλαθ) αλλά και ο Τηνιακός Γιαννούλης Χαλεπάς, ο γλύπτης των έργων Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτακαι Η Κοιμωμένη, που ταλαιπωρήθηκε από μακροχρόνια ψυχική αστάθεια εξαιτίας της προσήλωσής του στη σμίλη. Αφορμώμενη από την προσήλωση της Γουλφ στις λέξεις αλλά και την αποστροφή της τελευταίας σε βραβεία και επαίνους, η Παραδεισανού τής αφιερώνει το ποίημα «Το βαμβάκι». Σ’ αυτό αντανακλάται η εγρήγορση που πρέπει να επιδεικνύει ο ποιητής απέναντι στη νωθρότητα του πλήθους:
Ο ποιητής απλώνει το χέρι
να σκίσει το βαμβάκι
που χτίζει τα βλέφαρα των ανθρώπων
καθώς υπνοβατούν μπρος στα μάτια μου
Όπως η Πλαθ ξεδίπλωσε τα πέπλα που την τύλιγαν κρύβοντάς της το φως, ευελπιστεί πως και η ίδια κάποτε θα μιλήσει για το σίδερο που έχει καρφωμένο μέσα της και το μέταλλο που της κρύβει την όραση.
Αξιοποιώντας δημιουργικά το Δώρο Γενεθλίων της Πλαθ, η Παραδεισανού γράφει το ποίημα «Τα πέπλα της Σύλβιας», όπου αναφέρεται στην αχειροποίητη ικανότητα των ποιητών να βλέπουν την αντίπερα όχθη. Όπως η Πλαθ ξεδίπλωσε τα πέπλα που την τύλιγαν κρύβοντάς της το φως, ευελπιστεί πως και η ίδια κάποτε θα μιλήσει για το σίδερο που έχει καρφωμένο μέσα της και το μέταλλο που της κρύβει την όραση. Μέσω αυτής της τραχιάς εικονοποιίας αισθητοποιούνται στον αναγνώστη οι δυσκολίες της ποιητικής. Κατά την ίδια, το να είσαι ποιήτρια «Είναι κι αυτό μια δίκαιη ανταλλαγή. / Δίνεις τα σπλάχνα σου, παίρνεις τον τίτλο».
Μέχρι τότε
ας αρκούμαι σε ασκήσεις ύφους
που μύωπες οι ειδήμονες
θα βαφτίζουν ποιήματα.
Στην ποίησή της ανιχνεύονται ξανά και οι αιχμές προς την κοινωνία. Ταράζοντας τους όποιους εφησυχασμούς μας, προσπαθεί πεντάκις να μας υπενθυμίσει ότι «δέκα χιλιάδες παιδιά πρόσφυγες έχουν εξαφανιστεί στην Ευρώπη», ύστερα σιωπά. Η ματαιότητα και η απελπισία δεν χρειάζονται περίτεχνα φτιασίδια για να αποτυπωθούν στο χαρτί. Αρκεί το κρανίο που κραδαίνει ο Άμλετ, ο αναποφάσιστος πρίγκιπας της Δανιμαρκίας, που η τέχνη του Σαίξπηρ και του Μπωντλαίρ ανήγαγε σε αρχετυπικό σύμβολο της ανίας. H ποιήτρια απογοητευμένη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν έχει εγκαρτέρηση καμιά. Η κατάσταση της αισθητοποιείται μ’ ένα αξιοπρόσεκτο τρίστιχο:
Λες και τα χέρια βουτήξαν στο κρανίο του ποιητή
τη βοερή αχλύ τους
και μάργωσαν το νου του.
Μάχιμη εκπαιδευτικός η Ειρήνη Παραδεισανού στο ποίημα «Τρύπια μάτια» στρέφει το βλέμμα της στους μαθητές που φωνασκούν πασχίζοντας να γεμίσουν το σχολικό κενό, σημειώνοντας πως η λέξη κενό είναι παράταιρη για την ήβη αλλά ταιριάζει αριστοτεχνικά στο δικό της αιώρημα. 
Η διάχυτη αυτή αίσθηση κενότητας αντανακλάται στο γεγονός ότι το ποίημα με το οποίο καταγίνεται, αρνείται να τελειώσει. Έτσι κλείνει τα μάτια, τις «Διάφανες αυλαίες», σύμφωνα με τη συνεκφορά που δανείζεται από τον Ανδρέα Εμπειρικό, για να ατενίσει πρόσωπα που έχουν χαθεί. Μονάχη σωσίβια λέμβος γι’ αυτήν στον κόσμο της πεζότητας είναι τα παιδιά. Έτσι περιφέρεται ανάμεσά τους δανειζόμενη το προσωπείο του πολυταξιδεμένου Γκιούλιβερ από το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα φαντασίας του Τζόναθαν Σουίφτ και απευθύνεται στα παιδικά της παιχνίδια. Μάχιμη εκπαιδευτικός η Ειρήνη Παραδεισανού στο ποίημα «Τρύπια μάτια» στρέφει το βλέμμα της στους μαθητές που φωνασκούν πασχίζοντας να γεμίσουν το σχολικό κενό, σημειώνοντας πως η λέξη κενό είναι παράταιρη για την ήβη αλλά ταιριάζει αριστοτεχνικά στο δικό της αιώρημα. Κλείνοντας, αξίζει να επισημάνουμε ότι το τραχύ ανάγλυφο των ιζημάτων, η παρουσία των νεκρών στις λακκούβες των δρόμων που μοιάζουν με κρατήρες ηφαιστείων, το πελιδνό βουητό της μέραςτο χείλος του πνιγμού, πλάθουν ένα σκοτεινό, μάλλον εφιαλτικό σκηνικό, βγαλμένο από τις τρομακτικές ιστορίες του Πόε, ή του Λάβκραφτ. Ο ερμητικός, δυστοπικός και αποτρόπαιος χρωματισμός των ποιημάτων της Παραδεισανού όμως εύκολα αίρεται. Η ποιήτρια ξεμακραίνοντας από τον φόβο και τη χρεία οξυγόνου –υποστασιοποίηση των ανθρώπινων συμβάσεων–, επιλέγει την καταβύθιση, αποβλέποντας στην κάθαρση. Για να ξορκίσει τις απαισιόδοξες σκέψεις του αναγνώστη της, συνοψίζει τη φιλοσοφία της σ’ ένα δίστιχο.
Εμένα με γέννησε η ακάμπτη στροφή
που σκάπτει λαγούμια φως μες στο μαύρο.
* Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΕΑΣ είναι φιλόλογος.
 Στην κεντρική εικόνα σχέδιο του © Giuseppe Alletto.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν