οδυνηρό
Πώς να μιλήσεις για ουρανό σ’ αυτή την πόλη;
Σκύλος που απόκαμε η φωνή σου
Συριγμός άηχος , ξεψυχισμένος
Την ίδια την ανάσα του σιχάθηκε
Και απόμεινε σ’ ένα μικρό χαντάκι ματωμένος
Να σκούζει οδυνηρά .
Τριγύρω σου ουρλιαχτά
Αλυσίδες βαριές κροταλίζουν τη θλίψη τους
Στην έρημη χώρα που απόγειρε μέσα σου
Μόνη σου άμυνα ένα σφύριγμα υπόκωφο
Σαρώνει όλους τους οχληρούς τριγύρω ήχους
Μέσα σου βουητό αλαλαγμών
Σφαγμένων ήχων
Η όψη σου νωθρή.
Και σε κατηγορούν για αδράνεια
Υψώνουν το φρύδι επιτιμητικά
και σε δικάζουν.
Αυτοί που ξέρουν να μιλούν
για λέξεις πια κενές νοήματος
Αυτοί που πήραν λέξεις και τις ξεκοίλιασαν
τις αποστράγγιξαν
και τις αφήσαν άψυχα κουφάρια
να σέρνονται στο στόμα των
μονίμως ειδικών
εθνοσωτήρες κόρακες
μακάριοι στην παχυλή τους άγνοια
αρπάζουν κάθε νύχτα το φεγγάρι
το πριονίζουν λίγο λίγο
κι ύστερα με αυταρέσκεια κραυγάζουν
επαίρονται για το μέγιστο αυτό επίτευγμά τους`
και οι κραυγές τους γίναν πια τούτου του κόσμου η σημαία
που ολάκερος γυρίζει γύρω από ψέμα βολικό
και οι αδαείς ξοπίσω του να σέρνονται μιλιούνια
και να εκλιπαρούν για μια αυταπάτη
που το κενό θα κάνει λιγότερο άδειο.
Και σένα σ’ έστησαν στον τοίχο
Το πάθος σου τους είναι ξένο
Και η φωνή σου αφόρητα ενοχλητική
Γιατί είν’ οδυνηρά λιτή
Και τους τρομάζει.
Και συ σωπαίνεις
Μόνη σου άμυνα πια τούτο το βλέμμα
Σμιλεμένο –λες- από ατόφια πέτρα.
Πώς να μιλήσεις για ουρανό σ΄ αυτή την πόλη;
27-3-2007 το έγραψα.
Μπορεί να μην το εκτιμώ και πολύ ως ποίημα-πλατειάζει, φλυαρεί- όμως εκφράζει όλα όσα πιστεύω και αδυνατώ να καταθέσω με λόγια πειστικά , για όσα γύρω μας γίνονται. Θα μου πείτε, ποιος νοιάζεται για τη γνώμη μου..
Σκύλος που απόκαμε η φωνή σου
Συριγμός άηχος , ξεψυχισμένος
Την ίδια την ανάσα του σιχάθηκε
Και απόμεινε σ’ ένα μικρό χαντάκι ματωμένος
Να σκούζει οδυνηρά .
Τριγύρω σου ουρλιαχτά
Αλυσίδες βαριές κροταλίζουν τη θλίψη τους
Στην έρημη χώρα που απόγειρε μέσα σου
Μόνη σου άμυνα ένα σφύριγμα υπόκωφο
Σαρώνει όλους τους οχληρούς τριγύρω ήχους
Μέσα σου βουητό αλαλαγμών
Σφαγμένων ήχων
Η όψη σου νωθρή.
Και σε κατηγορούν για αδράνεια
Υψώνουν το φρύδι επιτιμητικά
και σε δικάζουν.
Αυτοί που ξέρουν να μιλούν
για λέξεις πια κενές νοήματος
Αυτοί που πήραν λέξεις και τις ξεκοίλιασαν
τις αποστράγγιξαν
και τις αφήσαν άψυχα κουφάρια
να σέρνονται στο στόμα των
μονίμως ειδικών
εθνοσωτήρες κόρακες
μακάριοι στην παχυλή τους άγνοια
αρπάζουν κάθε νύχτα το φεγγάρι
το πριονίζουν λίγο λίγο
κι ύστερα με αυταρέσκεια κραυγάζουν
επαίρονται για το μέγιστο αυτό επίτευγμά τους`
και οι κραυγές τους γίναν πια τούτου του κόσμου η σημαία
που ολάκερος γυρίζει γύρω από ψέμα βολικό
και οι αδαείς ξοπίσω του να σέρνονται μιλιούνια
και να εκλιπαρούν για μια αυταπάτη
που το κενό θα κάνει λιγότερο άδειο.
Και σένα σ’ έστησαν στον τοίχο
Το πάθος σου τους είναι ξένο
Και η φωνή σου αφόρητα ενοχλητική
Γιατί είν’ οδυνηρά λιτή
Και τους τρομάζει.
Και συ σωπαίνεις
Μόνη σου άμυνα πια τούτο το βλέμμα
Σμιλεμένο –λες- από ατόφια πέτρα.
Πώς να μιλήσεις για ουρανό σ΄ αυτή την πόλη;
27-3-2007 το έγραψα.
Μπορεί να μην το εκτιμώ και πολύ ως ποίημα-πλατειάζει, φλυαρεί- όμως εκφράζει όλα όσα πιστεύω και αδυνατώ να καταθέσω με λόγια πειστικά , για όσα γύρω μας γίνονται. Θα μου πείτε, ποιος νοιάζεται για τη γνώμη μου..
Σχόλια
άλλοι που δεν έχουν όχι γνώμη αλλά ούτε σκέψη έχουν δεδομένο ακροατήριο για τη κάθε ανοησία τους.
αλλά υπάρχει πάντα το πρωτογενές υλικό και η εσωτερική αγωνία των ανυπόταχτων να το αγγίξουν μέσα στο σκοτάδι να το μοιραστούν, να το περιγράψουν, να του δώσουν μορφή μέσα από τις ονειροφαντασιές τους
Χρόνια πολλα Ρηνιώ
Κώστας
χωρίς να τάχεις νιώσει
ο νέος χρόνος πού έρχεται
εύχομαι να στα δώσει!!!!!