οι κυνηγοί του ανέφικτου
Tα μάτια του τα ρούφαγε το φως του δειλινού
τα στριφογύρναγε σ’ ατέλειωτες φιγούρες
νοερά τα ζωγράφιζε στις τέσσερις όψεις του ορίζοντα.
ο λόγος του
στοιχειό της φύσης
λιγυρός μαστίγωνε
το ατέλειωτο της γης μουρμουρητό`
και μια σιωπή αβάσταχτης οδύνης
είχε στοιχειώσει τα έλη τ’ ουρανού
και τα πετούμενα όλα στέκαν αμίλητα
κι αφουγκραζόντουσαν τον ψίθυρο.
Ήταν που η φωνή του,
όσο κι αν μέσα του θεριεύοντας
δονούσε απίστευτης οδύνης τις χορδές,
ψίθυρος
έβγαινε από μέσα του
ταπεινός, ανάερος, συγκρατημένος.
κι έλεγε πως κουράστηκε να κουβαλά
τον πόνο των ανθρώπων
πικρά να αγναντεύει τη φυγή τους
να σφίγγει μες στη χούφτα του την πίκρα
της γης ολάκερης
πυρακτωμένος απ’ τη σιωπή
μισών ανθρώπων`
έλεγε πως πια απόμεινε μονάχος
να δονείται με ασταμάτητη ενοχή
για όσα γύρω του μαραίνονται και λιώνουν`
μάταιη η αγωνία του, άγονη η πληγή του..
κανέναν πια δε συγκινούσε`
κι ύστερα σώπασε
και πήρε πικραμένος το δρόμο της φυγής`
έτσι κι αλλιώς απάντηση δεν πρόσμενε`
το’ νιωθε πως η αγωνία ήταν ραμμένη στο πετσί του`
έτσι εύκολα δε θα μπορούσε ν’ απεκδυθεί την εμμονή της.
Είναι που κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται
μ’ ένα ερωτηματικό αγιάτρευτο στη θέση της σιωπής
και μιαν ατέρμονη αγωνία σφηνωμένη στο ακρόχειλο.
Μιαν αγωνία που την είπαν κατάρα, ευλογία, πικρό ριζικό
γι’ αυτούς που χρίστηκαν μονάχοι τους
οι κυνηγοί του ανέφικτου
του μάταιου οι εραστές..
τα στριφογύρναγε σ’ ατέλειωτες φιγούρες
νοερά τα ζωγράφιζε στις τέσσερις όψεις του ορίζοντα.
ο λόγος του
στοιχειό της φύσης
λιγυρός μαστίγωνε
το ατέλειωτο της γης μουρμουρητό`
και μια σιωπή αβάσταχτης οδύνης
είχε στοιχειώσει τα έλη τ’ ουρανού
και τα πετούμενα όλα στέκαν αμίλητα
κι αφουγκραζόντουσαν τον ψίθυρο.
Ήταν που η φωνή του,
όσο κι αν μέσα του θεριεύοντας
δονούσε απίστευτης οδύνης τις χορδές,
ψίθυρος
έβγαινε από μέσα του
ταπεινός, ανάερος, συγκρατημένος.
κι έλεγε πως κουράστηκε να κουβαλά
τον πόνο των ανθρώπων
πικρά να αγναντεύει τη φυγή τους
να σφίγγει μες στη χούφτα του την πίκρα
της γης ολάκερης
πυρακτωμένος απ’ τη σιωπή
μισών ανθρώπων`
έλεγε πως πια απόμεινε μονάχος
να δονείται με ασταμάτητη ενοχή
για όσα γύρω του μαραίνονται και λιώνουν`
μάταιη η αγωνία του, άγονη η πληγή του..
κανέναν πια δε συγκινούσε`
κι ύστερα σώπασε
και πήρε πικραμένος το δρόμο της φυγής`
έτσι κι αλλιώς απάντηση δεν πρόσμενε`
το’ νιωθε πως η αγωνία ήταν ραμμένη στο πετσί του`
έτσι εύκολα δε θα μπορούσε ν’ απεκδυθεί την εμμονή της.
Είναι που κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται
μ’ ένα ερωτηματικό αγιάτρευτο στη θέση της σιωπής
και μιαν ατέρμονη αγωνία σφηνωμένη στο ακρόχειλο.
Μιαν αγωνία που την είπαν κατάρα, ευλογία, πικρό ριζικό
γι’ αυτούς που χρίστηκαν μονάχοι τους
οι κυνηγοί του ανέφικτου
του μάταιου οι εραστές..
Σχόλια
ΥΓ. Το μέιλ σας δεν λειτουργεί. Υπάρχει κάποιος λόγος;
τιμή μου τα ευγενικά σας λόγια.
ΥΓ .Για το μέιλ μου δεν είχα ιδέα ότι δε λειτουργούσε.Έτσι κι αλλιώς είναι ελάχιστα τα μηνύματα που λαμβάνω, οπότε, είτε λειτουργεί είτε όχι, είναι το ίδιο για μένα.