ομορφιά

Τον είδα να γελά
Κι ήταν τα δόντια του ξέσκεπα
Και στέκαν στο χλωμό του πρόσωπο
Σα σκουριασμένα σίδερα
Γυμνά από σμάλτο
Με μόνη τους λάμψη
Το σάλιο του.

Κι αυτή κρατιότανε δυο βήματα πιο πέρα
Τα ξέπλεκα μαλλιά
Φίδια ατίθασα χαϊδεύαν το γυμνό λαιμό του
Και τον κοιτούσε με προσήλωση
Θα’ λεγες πως ήτανε βρέφος εκείνη
Μ' έμφυτη περιέργεια
Κι εκείνος
Ολάκερος ο κόσμος που’ στεκε ολάνθιστος εμπρός της.

Μουδιάζαν οι ανάσες τους έτσι ως γέρνανε ολάνοιχτοι ο ένας προς τον άλλον.

Αυτός με βλέμμα γυμνωμένο από προσποίηση
Κι αυτή με βλέμμα καλυμμένο προσδοκίες

Στέκαν στα δύο άκρα
Σχοινοβάτες του νου
Κρατημένοι σφιχτά απ’ της σκέψης τη βουβή απάτη.

Κι ένα ποτάμι τους έκλεινε ολόγυρα
Ένα βαθύ κυανόχρωμο ποτάμι
Δίχως αρχή και δίχως τέλος
Που άλλοι το είπανε Μοίρα
Κι άλλοι Χρόνο.
Μα κείνοι το λέγανε
Ψίχουλα αιωνιότητας
Έτσι ως δοσμένοι στο κατώφλι του Έρωτα
Τρομάζαν με την όψη των άλλων
Των άλλων που τους κοίταζαν κατάματα
Και τους στριμώχναν την ανάσα με βρώμικα χνώτα
που μύριζαν ανάγκες και πείνα και μικρόψυχες εικόνες.

Μα αυτοί είχανε φύγει ο ένας προς τον άλλον
Έστω για λίγο
Για μια στιγμή
Μα
Είπαμε
Ο χρόνος είναι σχετικός
Κι η ομορφιά μια απλή οφθαλμαπάτη
Που επινοήσαν οι όμορφοι για παρηγόρια

Αυτοί οι δυο στέκαν ολάνοιχτοι
Ο ένας προς τον άλλο
Κι ήταν αυτό μια ομορφιά από μόνο του
Θεέ μου
Πόσο αβάσταχτα ωραία

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν