Χάινριχ Μπελ, Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι



Το είδα στο σφυρί.  Ένας  τοίχος  γεμάτος  με εκπτωτικά βιβλία στο υπόγειο ενός ιστορικού βιβλιοπωλείου της πόλης. Κολλημένη στο εξώφυλλό του η τιμή : 3 ευρώ. Και απέναντι όλες οι  ευπώλητες  παραφυλλάδες σε περίοπτη θέση.
Η κατάντια του πολιτισμού μας. Σε άλλες σκοτεινές εποχές αυτό το βιβλίο θα ήταν απ’ τα απαγορευμένα. Τώρα όμως δε χρειάζεται να καεί στην πυρά. Έχει καεί το μυαλό κι έχει νεκρώσει η ψυχή των επίδοξων αναγνωστών του πολύ καιρό πριν.

Ο  συγγραφέας του , εμπνευστής ενός απ’ τους πιο αληθινούς  μυθιστορηματικούς ήρωες , του Χανς Σνηρ απ’ τις « απόψεις ενός κλόουν». Οι « γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι» είναι το τελευταίο του βιβλίο που ολοκληρώθηκε το 1985, λίγο πριν το θάνατό του.

Τυχαία έπεσε στα χέρια μου και με εντυπωσίασε πόσο προφητικό αποδεικνύεται ένα μυθιστόρημα πολιτικό, γραμμένο στη Γερμανία λίγο πριν την πτώση του τείχους από έναν συγγραφέα που έβλεπε με θαυμαστή οξυδέρκεια αυτό που θα ακολουθούσε.

Την πλήρη υποδούλωση της Ευρώπης στον αμοραλισμό , τον κυνισμό και τη σήψη  μιας χούφτας ηγετών ανάξιων να κρατήσουν το τιμόνι. Την Ευρώπη των λαών να καταλήγει Ευρώπη των τραπεζιτών. Την Ευρώπη του Διαφωτισμού να πλήττεται από την άνοδο του φασισμού για μια ακόμη φορά. Τον Ευρωπαίο πολίτη να βλέπει το κράτος, το νόμο και την τάξη ως έναν δεσμοφύλακα μακριά από τις ανάγκες του. Και την ηθική κρίση να έχει διαποτίσει τη συνείδησή του καθιστώντας τον ανάπηρο πνευματικά.

Το βιβλίο έχει τη  μορφή θεατρικού έργου. Σκηνικό του το ποτάμι του Ρήνου που συμβολίζει την ελευθερία της αθωότητας και το εσωτερικό των σπιτιών, ένα σκηνικό ηθικής σήψης. Ηρωίδες οι σύζυγοι και οι ερωμένες των ισχυρών ανδρών μιας πολιτικής σκηνής τοποθετημένης στη Γερμανία της δεκαετίας του 80. Μόνο αυτές οι γυναίκες επιμένουν να υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη και την κοινωνική ηθική. Οι πιο μεγάλες σε ηλικία έζησαν στο πετσί τους τις αγριότητες της Χιτλερικής Γερμανίας σαράντα χρόνια πριν και τώρα με τρόμο ανακαλύπτουν ότι αφέθηκαν να γίνουν το όμορφο παραπέτασμα μιας πολιτικής σκηνής που όζει. Μιας πολιτικής σκηνής που χρησιμοποίησε πολιτικούς αγνούς  ως φερέφωνα και μαριονέτες «δήθεν» μετανιωμένων Ναζί.  Και στο επίκεντρο το χρήμα.

Ο Χάινριχ Μπελ χωρίζει το βιβλίο σε δώδεκα σκηνές. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες τους ανήκουν σε διαφορετικές γενιές της μεταπολεμικής Γερμανίας , με ένα κοινό: με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται στην πολιτική σκηνή.
Στο βάθος το αγκάθι στις σκέψεις και τις συνειδήσεις όλων : ο άνθρωπος που μπαίνει νύχτα στα σπίτια επιφανών τραπεζιτών της πόλης και τους καταστρέφει τα πιάνα.
« Για Τρίτη φορά χτες τη νύχτα καταστράφηκε ένα πανάκριβο πιάνο με ουρά στο οποίο λένε πως έπαιξε και ο Μπετόβεν και πετάχτηκε στη φωτιά σαν καυσόξυλο».
Οι υποψίες πέφτουν στον Καρλ , τον μοναδικό άνδρα του μυθιστορήματος που πραγματικά καταφέρνει να διασώσει την ψυχή του και πορεύεται με μοναδική ηθική ακεραιότητα σ’ ένα περιβάλλον παλιανθρωπιάς και αμοραλισμού.
Τον βλέπουμε στις όχθες του Ρήνου έξω από ένα τροχόσπιτο όπου κατοικεί με την ερωμένη του Κατερίνα και τον  μικρό τους γιο. Προσπαθεί να φτιάξει ένα παιδικό αυτοκινητάκι για το γιο του χρησιμοποιώντας τις ρόδες ενός πιάνου. Του δικού του πιάνου που κομμάτιασε εφτά χρόνια πριν μετά τον ύποπτο θάνατο του αδερφικού του φίλου. Μια πράξη που τον οδήγησε στην απομόνωση.
Ο Καρλ με τη στάση ζωής του μας θυμίζει τον Χανς από τις απόψεις ενός κλόουν. Ο νέος πολιτικός ,ενώ έχει μπροστά του την προοπτική μιας «λαμπρής» καριέρας , τα τινάζει όλα στον αέρα και καταλήγει να ζει  σ’ ένα τροχόσπιτο δίπλα στον Ρήνο ,εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με μια παράδοξη ενασχόληση: κλέβει αστέρια των μερσεντές για λογαριασμό πλουσίων που  τα θέλουν στη συλλογή τους.
Είναι ο πρώτος  που εξανίσταται απέναντι σ’ αυτό που συμβαίνει; Όχι. Η μητέρα του είχε πέσει στο Ρήνο και είχε πνιγεί όταν αυτός ήταν πέντε χρονών .Είχε επιλέξει αυτόν τον τρόπο φυγής από μια πραγματικότητα αποπνιχτική.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο βλέπουμε τη μία μετά την άλλη τις συζύγους των πολιτικών να ξυπνάνε από τη νάρκη τους και να προσπαθούν να αντιδράσουν. Η συνείδησή τους εξεγείρεται και μιλά μέσα από αποκαλυπτικούς μονολόγους.
Η Έρικα Βούμπλερ με αγέρωχη αποφασιστικότητα τρίβει την αλήθεια στη μούρη όλων των πολιτικάντηδων που την περιτριγυρίζουν. Η σύζυγος του τραπεζίτη Κρέγκελ νεκρή. « Ξέρετε από τι πέθανε η γυναίκα μου; Από φόβο, φαντασία και απάθεια… Δεν άντεχε τη θέα του χρήματος. Στο μυαλό της έρχονταν πάντα τα χρυσά δόντια των σκοτωμένων..και πού μπορούσε να πάει και να μη δει λεφτά;»

Μα η πιο τραγική φιγούρα απ’ όλες  είναι η σύζυγος του Μπλάουκρεμερ ,του «δήθεν» μετανιωμένου Ναζί που γίνεται τώρα υπουργός.
 Η Ελίζαμπετ είναι η γυναίκα που στα πενήντα πέντε της κι ενώ όλοι γύρω της πίστευαν πως είχε αποδεχτεί το ρόλο της ,ανοίγει το στόμα της. Κι αυτά που λέει είναι χαστούκι στη σοβαροφάνεια ενός συστήματος που τη χρησιμοποίησε όσο ήταν υπάκουη. Τώρα όμως που επιμένει να θυμάται με φρίκη τις ιστορίες που τη σημάδεψαν, τώρα που ξεθάβει τις εμμονές της και τις κραυγάζει, τώρα γίνεται η φωνή της Ερινύας που όλοι γύρω της προσπαθούν να φιμώσουν. Και την κλείνουν σε ψυχιατρείο πολυτελείας.

Η συνεδρία με την ψυχίατρο είναι συνταρακτική. Η ψυχίατρος με την αλλοτριωμένη ματιά προσπαθεί να πείσει μια γυναίκα ότι είναι τρελή, επειδή κραυγάζει την αλήθεια, επειδή θέλει να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό της στον καθρέπτη χωρίς να σιχαίνεται.
-          Η φαντασία σας! Πρέπει να ηρεμήσετε..
-          Δεν έχω στάλα φαντασία ! Ίσως αυτό είναι η ατυχία μου, ίσως η αρρώστια μου, αυτή που θέλετε να θεραπεύσετε. Δεν έχω φαντασία, μόνο μνήμη. Δώστε μου φαντασία και χαρά.

Δικαίωμα στη μνήμη η Ελίζαμπετ δεν έχει. Ή μάλλον έχει , αρκεί να επαναλαμβάνει αυτά που συμφέρουν το σύζυγό της να λέει. Ότι οι Ρώσοι σκότωσαν τον πατέρα της και τον αδελφό της και βίασαν την ίδια. Ότι ο σύζυγός της δεν υπήρξε ποτέ συνεργάτης των Ναζί .Ότι ο Πλιτς δεν είναι ο Πλόνιους το λαγωνικό των Ναζί σαράντα χρόνια πριν ,που τώρα αθόρυβα κινεί τα νήματα της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Μιας σκηνής που καταδικάζει τον Ναζισμό ,χωρίς να γνωρίζει ότι τον υπηρετεί ακόμη.
             
Η Ελίζαμπετ βλέπει και θυμάται. Γι’ αυτό και είναι επικίνδυνη. Αποκαλυπτικό είναι το τέλος της συζήτησης με την ψυχίατρο.
-          Τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτούς; Με τις αναμνήσεις μου που ούτε να τις ξεχάσω μπορώ ούτε να τις διορθώσω; Εσείς ,εσείς πιστεύετε πολλά , πιστεύετε ό,τι βλέπουν τα μάτια σας, δεν αμφιβάλλετε για όσα μάθατε. Η ιδέα που έχετε για μένα είναι λογική αλλά και αφελής, εν μέρει σωστή, αλλά μόνο εν μέρει –κι αυτό το εν μέρει σας τυφλώνει. Βλέπω ό,τι δε βλέπετε , βλέπω γερμανόπουλα να κρέμονται από κει πάνω, βλέπω να χτυπάνε τον Δημήτρη. Είμαι υστερική; Ναι. Ψεύτρα; Ναι. Άρρωστη; Ναι. Δυστυχισμένη; Ναι.
Λίγο μετά η Ελίζαμπετ αυτοκτονεί. « Ζω ειρηνικά με τον εαυτό μου»  τα τελευταία λόγια της.
          
              Η αυτοκτονία της συνδέεται στη συνείδηση των ηρώων με την καταστροφή των πιάνων και μέσα τους αρχίζει μια μεταστροφή. «Μεταφυσικό ρίγος» το αποκαλεί ο Γκρομπς ,ο οποίος αρχίζει να καταλαβαίνει τον συμβολισμό της καταστροφής των πιάνων: την ματαιότητα της πολιτικής σε έναν κόσμο όπου κυβερνά το χρήμα.
           
                   Στην 11η σκηνή ο Χάινριχ Φον Κράυλ αναφωνεί : « Πού πάμε λοιπόν; Έχω το κενό μέσα μου και η θλίψη δεν το γεμίζει. Αισθάνομαι ένοχος χωρίς να έχω φταίξει σε τίποτα και το μόνο βάρος στην ψυχή μου είναι η θλίψη για την πορεία του κόσμου και των πραγμάτων».
Στη δωδέκατη σκηνή ο τραπεζίτης Κρέγκελ στέκει δίπλα στο πιάνο του μ΄ ένα τσεκούρι και μονολογεί : «Είναι ασφαλέστερο να αγοράσεις παρά να ληστέψεις μια τράπεζα. Αυτή είναι η μέθοδος , αλλά εγώ δεν είμαι μαθημένος. Ο ασφαλέστερος και ο πιο νόμιμος τρόπος να ληστέψεις μια τράπεζα είναι να την αγοράσεις , αφού πρώτα την εξωθήσεις στο χείλος του γκρεμού. ..Τον καταλαβαίνω τον Καρλ. Ήθελε να πετύχει το χρυσάφι στην καρδιά ,αλλά το χρυσάφι δεν έχει καρδιά, είναι άτρωτο.»

Ο Μπελ δεν τρέφει αυταπάτες , ούτε γράφει ένα βιβλίο κομματικής προπαγάνδας όπου θα εξυμνεί τους αγώνες του λαού εναντίον του κεφαλαίου. Είναι πολύ πιο πάνω απ’ αυτά. Βλέπει με γυμνή ματιά το πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης και δεν προσπαθεί να αποκοιμίσει το κοινό του με ψεύτικες ελπίδες. Για τους ήρωές του  δεν υπάρχει εύκολος δρόμος.
«Πολιτική είναι να ξερνάς..» λέει ο Γκρομπς. «Εμείς οι πολιτικοί φτιάχνουμε το βούρκο και πέφτουμε μόνοι μας μέσα , για να μπορούν εκείνοι να βγαίνουν καθαροί. Και τους βλέπεις κομψούς στους πλειστηριασμούς , όταν προσπαθούν να σώσουν κάποια πολύτιμη σταύρωση, κειμήλια για την πατρίδα. Δε σκέφτονται το αίμα, τον ιδρώτα, τα σκατά απ’ όπου βγαίνουν τα λεφτά τους.»
          
                 Και η ελπίδα; Ελπίδα είναι τα ψήγματα αυτογνωσίας και ηθικής που καθένας μας έχει μέσα του. Η ελπίδα κρύβεται στη ματιά του Καρλ, που μαστορεύει στις όχθες του Ρήνου ένα αυτοκινητάκι για τον μικρό του γιο.

               Και είναι σαν να μας λέει ο Μπελ πως ο μοναδικός τρόπος αντίστασης είναι η δική μας ακέραιη στάση ζωής, ακόμη κι αν το τίμημα είναι να αισθανόμαστε παρείσακτοι και μόνοι.


πρώτη δημοσίευση http://www.vakxikon.gr/


Υ.Γ: προσέξτε τα λόγια της Ελίζαμπετ :"Η ιδέα που έχετε για μένα είναι λογική αλλά και αφελής, εν μέρει σωστή, αλλά μόνο εν μέρει –κι αυτό το εν μέρει σας τυφλώνει. Βλέπω ό,τι δε βλέπετε". 

Αυτή είναι η αρρώστια μας..επιλεκτική μνήμη, επιλεκτική ακοή, επιλεκτική όραση..κι από πάνω ένας θανάσιμος κυνισμός και μια εμετική τάση να τα βλέπουμε όλα σάπια ..


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν