Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2008

άστοχα

Δεν έχουν άλλη γητειά οι λέξεις μου Εξαερώθηκαν εν μία νυκτί Tις κράταγα ώρα πολλή Κροτάλισμα φιδιού Απόπειρα το δέρμα του ν’ απεκδυθεί Μέσα στα τρύπια μου δάχτυλα Τις άκουγα Να κροταλίζουν απόηχους μιας γλώσσας Τυλιγμένης σε κελύφη σκληρά Απολιθώματα μιας μελωδίας Που κάποτε μ’ είχε κρατήσει αιχμάλωτη Μα τώρα μ’ άφησε Μονάχα την ανάμνησή της Πασχίζω να κρατήσω Μέσ’ στα ταλαίπωρα χέρια μου Μονάχα την αύρα της Πως δήθεν πέρασε Κι ας αμφιβάλλω ώρες ώρες και γι’ αυτό Κι ας καμώνομαι την αφελή και την ανάλαφρα σκεπτόμενη -πόσο γελιέμαι- Χαρακωμένη πάντα θα στέκω Γελοία παρανόματα θα βρίσκω Να καλύψω αυτά τα χνάρια του φιδιού Και θα τρυπώ τα μάτια μου Να νιώσω πως υπάρχουν

ποιητής

Σκυφτή χρωμάτιζε τις μνήμες της με χρώμα απ’ τη γη. Tο’ σκαβε με τα οστεώδη δάχτυλά της κι οι χαρακιές που αφήναν πίσω τους μοιάζαν βαθιά ορύγματα εφιάλτη ξεχασμένου που κυκλικά χάραζε γύρω της τείχη γυάλινα` Όταν τα μάτια στύλωνε στο φως κατάλευκες δεσμίδες στο κενό εξακοντίζονταν οι ελπίδες της λιώναν ακρωτηριασμένες σ’ έναν ουρανό ανεξιχνίαστο με χρώματα φτιαχτά από κραυγές και συνοχή καμία ψιχάλες κίτρινες κηλίδωναν την όψη της απλώνονταν σε ουρανού σιωπές σπάγαν τεράστιες φτερούγες μες στη δίνη της κανείς δεν τόλμαγε μέσα της να κοιτάξει. Αντίκρυ της στεκόταν αυτός που όλο μιλούσε για ουρανό` τα λόγια του μαστίχα μύριζαν κι αέρα γιασεμιού. Τον αποπαίρναν και τον έβριζαν του’ δειχναν τις πληγές τα τείχη τα γυάλινα τις ανάσες που ξοδευτήκαν έτσι ανώφελα του δείχναν τη βροχή που πέτρωσε σε μια του μηδενός κρυμμένη κόχη κι έγινε ο κόσμος όλος μια έρημος στεγνή με χώμα χέρσο τόσο που πηγή καμιά δε δύναται να υγράν

σκόρπιες σταγόνες ουρανού

Να τολμούσες να μιλήσεις την ανάγκη σου με γλώσσα αρχέγονη όσο η κραυγή της αγωνίας τη στιγμή της ένωσης δίχως στολίδια δίχως μάταιους ελιγμούς να στείλεις μαχαίρια από φως να σφάξουν τη μοίρα σου τη μοίρα του ανθρώπου που νιώθει τη γύμνια του την ακριβή του ορφάνια . «Πάει καιρός που υπήρχα μέσα μου ολάνθιστη Σώριαζα βότσαλα στιλπνά καθάριες μέρες στρογγυλεμένες από ήλιο αρραγή μιαν αθωότητα ανέγγιχτη ακόμη απ’ τον καιρό.» Κι ύστερα ήρθε το καμίνι αχόρταγο έχασκε από κάτω το είπαν χρόνο τους πίστεψες όταν σου λέγαν πως ο χρόνος δε σμιλεύεται από μέσα μάρμαρο που φλέγεται μόνο για τους μυημένους σμιλεύεται απ’ έξω μοναχά. Μα συ είσαι μέσα του παλεύεις να αναδυθείς μέσα από στρόβιλους σιωπηλούς μέσα από αχρείαστα σωσίβια και μια καρίνα τρύπια από παντού καμίνι που φλεγόμενο κυοφορεί στιγμές μονάχες βγαίνουν σαν μπάλες απαστράπτουσες σ’ έναν ανέφελο ουρανό μα συ είσαι έγκλειστος χαλκεύεις τις στιγμές σου σμιλεύεις την εφήμερή σου ζήση σ’ ένα καμίνι πετρωμένο σε μια κόχη τ’ ουρανού κι ο

γενναίον ψεύδος

Εικόνα φλεγόμενη πάλλεται αντίκρυ σου καμωμένη από χρώματα μύρια σε μιαν εναλλαγή ατελεύτητη. Το βλέμμα σου τρελό χοροπηδά μανιασμένα στων χρωμάτων την αέναη δίνη και ανέμου σκοινιά σου στεριώνουν μπροστά το κεφάλι σφηνωμένο σε ώμους νωθρούς καρφωμένο σε πλάτες βουβές σ' ένα σώμα νικημένο εξαρχής. Tο γενναίο ψεύδος η μόνη σου ελπίδα να ποτίσει με πνεύμα τις χωμάτινες ρίζες σου καρφωμένο να γείρει το βλέμμα σε μια μόνη κουκκίδα από χρώμα και να πάρει ευθύς η ψυχή σου φωτιά ν' ανατείλει η εικόνα καθάρια αστραφτερή σα μάρμαρο στην πρώτη του ήλιου αχτίδα. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν ν’ αφεθείς.. Κι όμως αυτό το κεφάλι δε δέχεται εύκολα σκοινιά κι είν’ απ’ τη φύση του τρελό το βλέμμα εχθρικό προς οποιαδήποτε προσήλωση. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν να πιστέψεις πως άλλη αλήθεια δεν υπάρχει πιο καθάρια πέρα απ’ την ομορφιά της ουτοπίας έτσι ως ανάτειλε στα χείλη ενός ακόμη κραταιού μαντατοφόρου που φέρει εντός του αναλλοίωτο του ψεύδους το χυμό τα παγωμένα μάτια σου να χρίσει να αφεθούν

παρείσακτη

Κάθε που γέρνω μέσα μου νιώθω χελώνα γέρικη που απόμεινε χωρίς καβούκι στη μέση δρόμου πολυσύχναστου. Διαβάτες ριγμένοι στον τρόμο με καρφώνουν με λέξεις – τρόπαια μιας νίκης εύθραυστης κι αμφίσημης. Σαν τέχνασμα σιβυλλικό μοιάζει η σιωπή μου και το σκιαγμένο βλέμμα τους σαν προσπερνούν την άθλια όψη μου καρφώνεται στη γύμνια μου επιτακτικά «Δεν είσαι εδώ.» μοιάζει να λέει « Ποτέ δεν ήσουν. Πάντα παρείσακτη θα στέκεις» Κι εγώ μια χαραμάδα ψάχνω από φως για να στριμώξω την παράξενή μου όψη και μια ρωγμή σε σύννεφο θαμπό την εμμονή μου να φυλάξω. Δημοσιεύτηκε στο ποιείν