Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2010

γελοία

Είμαι κρυμμένη σ’ ενός Κύκλωπα το μάτι Νυσταγμένος, νωθρός Κουβαλεί την ψυχή μου στο βαλτωμένο του βλέμμα Κι είναι όλη η άμμος της στέπας Κρούστα βαριά στο μισάνοιχτο βλέφαρο Κι είναι όλες της νύχτας οι κρύπτες Βότσαλα μαύρα στης ρυτίδας το κύμα. «Μικρέ μου Κύκλωπα Αθώα σου ζητώ Όπως αθώα δεν υπήρξα ποτέ μου Ποτέ τόσο αθώα όσο τώρα Αυτή την ύστατη στιγμή Που κρέμομαι απ’ τα μάτια σου Κι έχω ζητήσει ετούτο μόνο Να ζυγώσεις την πελώρια χούφτα σου Στο πρόσωπό μου Και να με τραβήξεις έξω Μονάχα αυτό σου ζητώ Κι είμαι μικρή μπροστά σου τόσο Όσο ποτέ δεν έλπισες πως θα με βρεις Μονάχα να το γνώριζες πως είμαι εκεί Θα’ χε κάποιο νόημα ετούτη η παράκληση Και δε θα έμοιαζα ακόμη μια φορά Γελοία.»

παραμιλητό

Μη μας ξεσυνερίζεσαι Αστεία λέμε Για να περάσει η ώρα Τα χέρια μας βέβαια όλο και λιγότερο κοιτάμε όσο περνούν τα χρόνια μας πιάνει μια κούραση ψυχική κάθε που ακούμε για πολέμους και φτώχεια και άλλα τέτοια στενάχωρα πράγματα και τα παιδιά μας στέκουν δίπλα μας μαγνήτες τα μάτια τους μάς μοιάζουν φυλακή που εντός της κλείστηκαν πουλιά και κρώζουν μανιασμένα πουλιά με τις φτερούγες ματωμένες και τα μάτια τους πνιχτά μπίλιες φωσφόρου που έσβησε κάπου στη μέση. Μα τι να σου κάνουμε κι εμείς; τι να σου πούμε; Μας ψαλιδίσαν τη φωνή και τα πουλιά ακόμη έρχονται τις νύχτες και μας ταράσσουν τα όνειρα. Μη μας ξεσυνερίζεσαι. Σου είπαμε αστεία λέμε η ώρα να περνάει. Βέβαια στα μάτια των παιδιών μας βλέπουμε τα πουλιά και κρώζουνε θλιμμένα και είναι κρίμα τόσο στ’ αλήθεια κρίμα αυτή την άνοιξη που πέθανε να μη μπορέσουμε να τους θυμίσουμε. Ποιος έχει χρόνο για ιστορίες τώρα πια και για φωτιές και για θυσίες και για τρελούς που μανιασμένοι στις φλόγ

Μάρτιν Ήντεν

Σε κρατούσε μια μικρή υπόγεια γραμμή στο μέτωπο Κάπου πιο πάνω απ’ το γκρεμό των ματιών σου Την είδα ν’ ανατέλλει Κι ήταν αυτή Εσύ ο ίδιος Γυμνός κάτω απ’ τα μάτια των αδαών Βορά στη μανία τους γι’ ανάλυση. Θα’ θελα να ψηλαφούσα τα μάτια σου Μάτια πυρετού Και να’ φτανα πιο κάτω απ’ τα βλέφαρα Ν’ άγγιζα το αίμα Πηχτό που σε καλούσε να πετάξεις Λίγη απ’ τη δίψα σου να κοινωνήσω Και να χαϊδέψω τις πληγές στην πλάτη σου Απ’ τα φτερά Που τόσο βίαια σου ξεριζώσαν

αφελής προσδοκία

Κορμός που βύθισε στη γη Τα μαύρα νύχια Ρίζες κραυγές Σε πέτρινο βάθος. Κορμός φλεγόμενος Πουλιά ξαρμάτωτα Τον κυκλοφέρνουν Σύναξη στάχτη Στο ουράνιο γλαυκό. Εγώ μετέωρη Τα μάτια σ’ έκσταση βουβή Στο πιο απάτητο κλαρί Ψηλά πολύ Κοντά – θαρρείς – στο μάτι του Θεού Στυλώνω την αναπνοή μου Στης στιγμής το τρεμάμενο δάκρυ Μην κυλήσει στης φλόγας το χείλι. Έχω ακόμη την αφέλεια να πιστεύω Πως κάποια απ’ τις μάταιες λέξεις μου Θα φτάσει - προσπερνώντας τις μαυλιστικές κόκκινες γλώσσες- στα βάθη της γης στης ρίζας το μαύρο νερό στου καιρού το αιώνιο υφάδι.

Νικολάι Σταβρόγκιν

Ως εδώ ήταν λοιπόν Κοπιάστε να δείτε το στραβό μου χαμόγελο Επιμελώς κρυμμένο Πέθαινε πίσω απ’ τις ζάρες της εθελούσιας στρυφνότητας -          θαρρούσα πως έτσι δείχνω σοφότερος            κι επέμενα να ζαρώνω τις σάρκες μου …ώρες προσποίησης μπροστά στον καθρέπτη- Mα τώρα τέλειωσε Ήρθε ο καιρός να με δείτε γυμνό Και να Στέκομαι μπροστά σας κι έχω στα μάτια μου μόνο ριπές απ’ αγέρα Πού τον βρήκα τον αγέρα εδώ στη μονότονη ακτή που με ρίξατε δεν το γνωρίζω. Είναι κι αυτό μια κατάκτηση όμως. Εσείς στα μικροσκοπικά ματάκια σας έχετε μόνο κάρβουνα νεκρά μα δε θωρείτε τίποτα πέρα απ’ αυτά νομίζετε πως είναι φλόγες λέει ικανές ν’ ανάψουν τις φωτιές ολάκερου του κόσμου και γελάτε μα το γέλιο σας φτάνει στα μάτια μου και γίνεται πιο χλιαρό κι απ’ τη σκιαγμένη  σας μιλιά θαρρείτε πως ακούω.. τίποτα δε φτάνει σε μένα τώρα πια κι όταν το βλέμμα μου στυλώνω στον καθρέπτη δε βλέπω τίποτα τ’ ακούτε; Με σκότωσα. Και χαίρομαι γι’ αυτό Και γελώ δίχως ήχο Μα ούτε το γέλιο μου δεν είναι π

μικρό μου

                                                για το μικρό μου γιο που γιορτάζει σήμερα.. Το γέλιο σου διαμαντάκια διάφανα θραύσματα μυστικά αβάσταχτης μαγείας` Μυριάδες αστράφτουν αέρηδες σαν ανασαίνεις.. Μια λίμνη απ’ αστέρια η ματιά σου που παιχνιδίζουν ουρανούς που λάμνουν παραμύθια. Ένα κρυμμένο μυστικό η ίδια η ύπαρξή σου που υπόσχεται ατέλειωτα μαγευτικά ταξίδια κάθε φορά που αχνά κι αγνά την ακριβή μιλιά σου ξεδιπλώνεις. Και το άγγιγμά σου, η μικρή σου αγκαλιά η θαλπωρή της είναι η δική μου θάλασσα το πιο ακριβό ταξίδι η πιο ζεστή αμμουδιά` και ο ουρανός μοιάζει γεμάτος θαύματα και αρώματα και δώρα σαν σε κοιτώ και με κοιτάς μικρό μου.. 24-8-2006

συνήχηση

για τον πατέρα μου Κύμα ταξίδευε στα περιστέρια της μιλιάς σου. Μουρμούριζε τη δίψα του ένοχο Πάφλαζε την οργή του σε τοίχους άξαφνους Σε μάτια ξέφτια. Θάλασσα ταξίδευε στην πλάτη σου. Αρμύρα έπλεκε χάντρες στα μάτια σου Κι ήσουν σκυμμένος στην έγνοια σου Και μουρμούραγες λέξεις . Σ’ άκουγα κι έλεγα που ήσουν ολότελα ξένος στην όρασή μου Μα μέσα μου χύνονταν οι λέξεις σου Σα θάλασσα Πεφιλημένη απ’ το στόμα του δέους. Να σπούσαν – λέει- μέσα μου τα βότσαλα Κι όχι όλα στα μάτια σου Που με κοιτάζουν ηχερά και νοτισμένα. Με κρίματα ξένα δεν σου’ πρεπε να γεμίσεις τη ζήση σου. Και το πόδι σου που βούλιαξε σε κουβά απ' ασβέστη Κείνη τη μέρα που βούιζαν οι άνεμοι στ’ αυτιά μου Και τα τρύπαγαν οχληρά. Όχι δε σου’ πρεπε Κείνο το βλέμμα Πέτρα που πλάκωνε το σύθαμπο δείλι Κι ομίχλη κάταχνη να ψιχαλίζει μέσα μου Βουβό το κλάμα σου.

εαρινό

Ω θεέ μου, πόσο ανώφελα κραυγάζεις ! Σ’ ακούω απ’ τη βαθιά σπηλιά μου , εκεί που μ’ έριξες αιχμάλωτη του νου μου ,και φοβάμαι θεέ μου .. χρόνια τώρα δεν τολμώ να βγω να σ’ αντικρίσω κατάματα. Πώς να σ’ αντικρίσω εξάλλου; Μ’ έπλασες δειλή και μου’ δωσες από πάνω μια ψυχή αχόρταγη , λιονταριού καρδιά σε σώμα μυρμηγκιού, έτσι μ’ έπλασες, μονάχα για να νομίζω πως μπορώ να σ’ αντικρίσω και να μην παραιτούμαι ποτέ κι εσύ να γελάς , θρονιασμένος εκεί ψηλά, με τις αδέξιες κινήσεις μου και τη γελοία εμμονή μου ν’ αρνιέμαι τη φύση μου την καρφωμένη στα πιο πυκνά σκοτάδια. Μα ξέχασα.. Μ’ έπλασες σύννεφο μαύρο γεμάτο κεραυνούς και ρεύματα ηλεκτρικά που όμως μέσα του νομίζει πως είναι ήλιος. Είδες λοιπόν πόσο γελοία σου φαίνομαι; Φαντάζομαι ,διασκεδάζεις πολύ εκεί πάνω .. Να με βλέπεις να περιφέρομαι πάνω στη γη με ένα νου πεπερασμένο και μια γελοία από πάνω εμμονή πως είναι λέει παντοδύναμος. Χα χα ας γελάσω.. Και βαυκαλιζόμουνα στην εφηβεία μου με τα λόγια του Καζαντζάκη

εμείς και οι άλλοι

Έχουν περάσει δυο βδομάδες απ’ την τραγική Τετάρτη που στοίχισε τη ζωή σε τρεις ανθρώπους και μια αθώα ζωή που πάλευε να υπάρξει. Οι δημοσιογράφοι – λέει- αύριο θα είναι στις θέσεις τους έτοιμοι να καλύψουν τη νέα πανελλαδική απεργία ,τρέμοντας – λένε- μήπως υπάρξουν νέα έκτροπα. Τώρα, εγώ μόνο είδα σε κάποιους τη λάμψη του αρπαχτικού στο βλέμμα ; Μπορεί απλά να είμαι προκατειλημμένη.. Δυο βδομάδες μετά , ακούω πολλά.. Ακούω την κυβέρνηση να μονολογεί ότι θα συλληφθούν οι υπεύθυνοι και θα τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ακούω κάποιους δημοσιογράφους να ωρύονται, να κραυγάζουν , δίχως την παραμικρή αίσθηση της δικής τους ευθύνης.. Ακούω τα κόμματα της αριστεράς να μιλούν για « εργασιακό ατύχημα», για κάποιους « ανεγκέφαλους» που εκμεταλλεύονται τις δυναμικές λαϊκές κινητοποιήσεις για να προβούν σε πράξεις βίας, για προβοκάτορες, συνωμοσίες.. Κι ακούω γύρω μου φωνές να υψώνονται σε λαϊκό αίτημα : να τιμωρηθούν αυτοί που έριξαν τις μολότοφ.. Και ρωτάω εγώ με όλη την αφέλεια που με διακρίνε

ομορφιά

Τον είδα να γελά Κι ήταν τα δόντια του ξέσκεπα Και στέκαν στο χλωμό του πρόσωπο Σα σκουριασμένα σίδερα Γυμνά από σμάλτο Με μόνη τους λάμψη Το σάλιο του. Κι αυτή κρατιότανε δυο βήματα πιο πέρα Τα ξέπλεκα μαλλιά Φίδια ατίθασα χαϊδεύαν το γυμνό λαιμό του Και τον κοιτούσε με προσήλωση Θα’ λεγες πως ήτανε βρέφος εκείνη Μ' έμφυτη περιέργεια Κι εκείνος Ολάκερος ο κόσμος που’ στεκε ολάνθιστος εμπρός της. Μουδιάζαν οι ανάσες τους έτσι ως γέρνανε ολάνοιχτοι ο ένας προς τον άλλον. Αυτός με βλέμμα γυμνωμένο από προσποίηση Κι αυτή με βλέμμα καλυμμένο προσδοκίες Στέκαν στα δύο άκρα Σχοινοβάτες του νου Κρατημένοι σφιχτά απ’ της σκέψης τη βουβή απάτη. Κι ένα ποτάμι τους έκλεινε ολόγυρα Ένα βαθύ κυανόχρωμο ποτάμι Δίχως αρχή και δίχως τέλος Που άλλοι το είπανε Μοίρα Κι άλλοι Χρόνο. Μα κείνοι το λέγανε Ψίχουλα αιωνιότητας Έτσι ως δοσμένοι στο κατώφλι του Έρωτα Τρομάζαν με την όψη των άλλων Των άλλων που τους κοίταζαν κατάματα Και τους στριμώχναν την ανάσα με βρώμικα χνώτα που μύριζαν ανάγκες και πείν

τι παρηγοριά να σου δώσουν τέτοιοι θεοί;

Σήμερα διάβαζα στους μαθητές μου τη σκηνή της εξαπάτησης του Δία απ’ την Ήρα στην Ξ ραψωδία της Ιλιάδας. Τραντάχτηκε η αίθουσα απ’ τα γέλια , με τα πονηρά τερτίπια της Ήρας και την αφέλεια του Δία. « Αυτός είναι ο θεός τους;» με ρώτησε ένας μαθητής. « Μα πώς πίστευαν σ’ αυτόν;» Προηγουμένως, είχαμε δει τη σκηνή όπου ο Δίας ανακοινώνει στην Ήρα το σχέδιό του. Έχει προαποφασιστεί ότι ο Έκτορας θα νικά μέχρι να σκοτώσει τον Πάτροκλο. Μετά εγκαταλείπεται στη μοίρα του. Κι όμως αυτός είναι σίγουρος για την αμέριστη υποστήριξη του Δία και μεθυσμένος από σιγουριά κραυγάζει: « Θα σας κάψω τα πλοία, Αργίτες!!» Η Ίριδα, απεσταλμένη του Δία , του ανακοινώνει πως ο Δίας είναι μαζί του , κι εκείνος « ο πλανημένος» δεν προσέχει αυτή τη «μικρή» λεπτομέρεια των ακροτελεύτιων λόγων της. « Μέχρι να πέσει το σκοτάδι.» Είναι βέβαιος πως ο Δίας θα είναι δίπλα του μέχρι το τέλος. Απ’ αυτήν την άποψη, είναι ένας γνήσιος τραγικός ήρωας , με κύριο γνώρισμα την πλάνη στην οποία σκόπιμα τον αφήνει ο Δίας

Ζοζέ Σαραμάγκου, " Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον"

ή «περί ενοχής» πραγματεία ένα σπαραχτικά ανθρώπινο έργο, μια κραυγή αγωνίας γι’ αυτό που είναι ο άνθρωπος.. Ο Ζοζέ Σαραμάγκου είδε όλη την ιστορία του Ιησού, μέσα από μια λεπτομέρεια φρίκης : τη σφαγή των νηπίων απ’ τον Ηρώδη και την παράλειψη του Ιωσήφ να ειδοποιήσει τις οικογένειές τους , ώστε να σωθούν κι αυτά από τη μανία των στρατιωτών . Μια παράλειψη που σημαδεύει τον Ιωσήφ με τη βαριά σκιά της ενοχής που τον καταδιώκει μέχρι το μαρτυρικό τέλος του. Ένας εφιάλτης που βασανίζει τον πατέρα και κληροδοτείται στο γιο. Και στέκεται η αφορμή να αποδυθεί αυτός σ’ ένα ταξίδι ενηλικίωσης . Ένα μυθιστόρημα γεμάτο σκηνές σπάνιας δραματικής έντασης: Ο Ιησούς , μικρό αγόρι που μόλις συνειδητοποίησε την ορφάνια του σφίγγει στην αγκαλιά του το νεκρό σώμα του πατέρα του. Η Μαρία ,η μητέρα του, σοφή και υποταγμένη- ή αλλιώς υποταγμένη από σοφία κι όχι από ηττοπάθεια- με τη στωική εγκαρτέρηση που μόνο οι γυναίκες της εποχής εκείνης ήξεραν . Ο ποιμένας – Διάβολο

Μιχάλης Γκανάς

Μέχρι το Σάββατο είχα τη χειρότερη γνώμη για τις βραδιές ποίησης. Μου φαινόταν γελοίο ένας ποιητής να απαγέλλει ποιήματά του μπροστά σε κοινό. Πίστευα πως η ποίηση είναι η τέχνη της σιωπής. Πίστευα πως μόνο μόνος του κάποιος μπορούσε να την απολαύσει. Όλα αυτά μέχρι το Σάββατο. Η Ένωση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου διοργάνωνε μια βραδιά ποίησης αφιερωμένη στον Μιχάλη Γκανά . Πήγα ,για να γνωρίσω από κοντά αυτόν τον άνθρωπο που αρχικά με είχε μαγέψει με τα τραγούδια του κι έπειτα με τα ποιήματά του. Και άλλαξα γνώμη για τις βραδιές ποίησης. Ο Μιχάλης Γκανάς , ένας ποιητής όπως εγώ θα ήθελα να είναι οι ποιητές , ανθρώπινος ,προσιτός, σεμνός. Και η φωνή του -συγκλονιστική ,βαθιά υποβλητική -έκανε τα ποιήματα ζωντανά εκεί μπροστά στα μάτια μου. Ποιήματα που αναδεύαν μέσα μου αυτήν τη γνήσια τραγική ηδονή, γιατί μόνιμο θέμα τους, είτε για τον έρωτα μιλούσαν είτε για το θάνατο είτε για την ίδια την ποίηση ,ήταν ο άνθρωπος και η τραγικότητά του.. Κύριε Γκανά, να είστε πάντα καλά ..

αυταπάτες

Αν μιαν ανάσα πιο κει καρτερούσ’ η ανάσα μου Μετέωρη και μόνη Ήταν που ξέχασα να τη γυρέψω Ήταν που μ’ αφήσαν όλα μόνη Όλα όσα κάποτε φύγαν απ’ το στόμα μου γυμνά Λέξεις φτιασίδια στολισμένες χρυσοποίκιλτα Λέξεις βαριές σαν σμιλεμένες αιώνες σε μέταλλο Λέξεις ματαιωμένες. Κι η ανάσα μου Αχνά παλεύει να με φτάσει Αγκιστρωμένη σε λόγια πτερόεντα Ίπταται Μετέωρη και μόνη. Κάποτε έμπαινα στον κόπο να την ψάξω Κάποτε Πριν ανοιχτούν εντός μου Σύρματα γδαρμένα απ’ τον καιρό Οι αμφιβολίες.

ένας ακόμη ρόλος

αφιερωμένο στους κάθε λογής καθοδηγητές .. Του΄ λεγαν να σταθεί όρθιος Με τα μάτια να κοιτούν ολόισια μπροστά Τα χέρια σε στάση αναμονής Το στόμα σε χαμόγελο να ανοίγεται εγκάρδιο Περηφάνια, του λέγαν ,πρέπει να εκπέμπει το βλέμμα του Περηφάνια Αυτό το τόνιζαν Με τόση επιμονή Που καταντούσε πια γελοίο Αυτοί ήταν ανθρωπάκια μόνιμα με τη μούρη τους στο χώμα Κι αυτός να σέρνεται Μια χρόνια κύφωση την πλάτη του ταλαιπωρούσε Από τα τόσα χρόνια υποτέλειας Από τα τόσα χρόνια τύφλας Κι αυτοί του πιάναν τους ώμους μ' εμπάθεια Περηφάνια του λέγαν περηφάνια πώς το βλέμμα σου θα ρίξεις τ’ αψήλου αν η πλάτη σου γέρνει στο χώμα ορθώσου κραυγάζαν ορθώσου μα τα δικά τους τα μάτια σαπίλα μύριζαν στις κόχες τους ολόκληρα χωμένα λες και τα χώνεψε το τίποτα μια ολόκληρη ζωή μες στο μηδέν και του ζητούσαν περηφάνια λες και το νιώθαν τι σημαίνει αυτή η λέξη γι’ αυτούς ήταν ένας ακόμη ρόλος δεν είναι λοιπόν διόλου περίεργο που αγανακτούσαν απ’ τη δική του αβελτηρία που νιώθαν πως ο στόχος αλίμονο δεν επε

άνθρωποι μονάχα

Κλειδώσαν τα στόματά τους Με ράμματα σφιχτά Απ’ την ανάσα των πουλιών Που’ χαν σταθεί Με τις φτερούγες ανοιχτές Πάνω απ’ τα αλλόφρονα προσωπεία τους Και τα’ κρυβαν τόσο Που’ νιωθαν σχεδόν νηφάλιοι. Θρέψαν τα μάτια τους Με κέρματα βροχής Απ’ τα ουρλιαχτά των λύκων Που’ χαν κουρνιάσει στα ποδάρια τους Και κρύβαν τις σκιές τους τόσο Που’ νιωθαν σχεδόν ολόρθοι. Κι ήτανε άνθρωποι μονάχα Ριγμένοι στα ριζά ενός δέντρου Σκελετωμένοι και λειψοί Κρατώντας στα λιγνά τους δάχτυλα Διαμάντια διάφανα Το γέλιο του παιδιού τους Και στη ματόβρεχτη ματιά Τη θύμηση του έρωτα Των δεκαοχτώ τους χρόνων.

πένθους εραστής

Προσέχοντας από πολύ κοντά τον τραγικό ήρωα, έχεις την αίσθηση ότι αντιστέκεται , αρνείται να παραιτηθεί – όχι ασφαλώς από την σπουδαία πράξη για την οποία είναι προορισμένος – αρνείται να παραιτηθεί από το άλγος : είναι ένας εραστής του πένθους. Αντιλαμβάνεται ότι το πένθος του έχει αρχίσει προτού συμβούν τα άδικα, τα μοιραία γεγονότα , όλα εκείνα που χρίουν τον τραγικό ήρωα ως όργανο και ταυτόχρονα θύμα μιας αποκατάστασης των πραγμάτων . Αισθάνεσαι ότι , παράλληλα με το αδιάλλακτο κίνητρο μιας έγκυρης ηθικής τάξης που νομιμοποιεί τις άκαμπτες αποφάσεις του , λειτουργεί και μια εξίσου άκαμπτη , όσο και παράδοξη , εμμονή του προς ένα πένθος. Ωσάν ο πένθος να είναι ο απαράβατος όρος της πραγματικότητάς του ως συγκεκριμένου , δηλαδή ως μοναδικού και μοναχικού ανθρώπου. Αυτός , υποστηρίζω , είναι και ο καίριος ορισμός εν γένει του τραγικού ήρωα: να είναι το απόλυτα κεχωρισμένο , αδιαπέραστα περιχαρακωμένο ατομικό όν, το οποίο μέχρι το τέλος θα υπερασπίζεται ανυποχώρητα το άβατο της

πένθους εραστής ΙΙ

Ο άνθρωπος που άνεμοι τον βάραιναν Κομματιασμένους άκουγε τους ήχους Κι ήταν η αγωνία του Έστω κι ένας Ακέραιος εντός του ν’ αντηχήσει. Ήταν φορές που εκλιπαρούσε Το βλέμμα των άλλων Μολύβι πύρινο τις σάρκες του να γράψει Ριχνόταν με μανίας βλέμμα στις κραυγές τους Τρυγητής σε βυθούς κοραλλένιους Θαρρούσε πως ήταν. Και μοναχά στο τέλος της μέρας, σαν έψαχνε έστω κι ένα ρήμα να χωρέσει ολάνθιστο στη μνήμη του, κι αντίκριζε μια λίμνη ξεραμένη και σκιαγμένα πουλιά στο βυθό της,μονάχα τότε σώπαινε πικραμένος. Κι έπιανε ξανά τον Όμηρο κι άκουγε τότε στα λόγια του ήχους ακέραιους, λες φερμένους απ’ αλλού.Μα το’ νιωθε πως ήτανε μονάχα ψίθυροι που’ ρχόντουσαν από μέσα του.Τον ήχο τον ακέραιο που’ ψαχνε απ’ έξω ποτέ δε βρήκε. Ούτε την περιλάλητη γαλήνη που τόσο πόθησε . Και λούφαζε στο χάρτινο βασίλειο Και γίνανε τα λόγια των τριγύρω του θηλιά Κι οι άνεμοι του πλέξανε στεφάνι αδιαπέραστο Στων άλλων τη βοή Στων άλλων την ολότελα άγνωστη Μα τόσο αγαπημένη –αλήθεια- γλώσσα.

θέλει ζόρι ο χορός

«Αυτός που σ’ άγγιξε στο μέτωπο Και κούνησε το δείχτη Με ήχο συριγμού Τινάζοντας τη γλώσσα Ένα άγαλμα ήταν Λιωμένο κύμα στις άκρες του νου σου. Μην τον κοιτάς. Αυτός που ακούμπησε τους ώμους σου Μ΄ απανεμιά στη φωνή Και σε χάιδεψε με πύρινα μάτια Και σε φίλησε μ’ εικόνες ρωγμής Δεν ήταν παρά μια σιωπηρή κουτοπόνηρη λέξη Σφηνωμένη στο χείλος της σκέψης. Μην την προφέρεις. Ξέρεις καλά. Κανείς δε θα’ ρθει να τη σβήσει Όταν οι λάσπες του κενού θα σε κυκλώσουν Και στα περίφοβα μάτια σου Θα φλέγουνται οι καημοί μιας νιότης σπαταλημένης.» Θέλει ζόρι ο χορός. Κι αν πέρασε από δίπλα σου και σου’ τεινε το χέρι Πλουμίσματα γεμάτο Νερά κοχλάζοντα Ορμητικούς χυμούς Κανείς δε σου’ πε Να φοβάσαι. Έστεκες όμως παράμερα Αποσβολωμένος Κι ο χορός σε προσπερνούσε Με ακκίσματα Φιλήδονες φιγούρες και γητειές. Θέλει ζόρι ο χορός. Μα σένα σ’ έπλασαν μ’ αέρα. Το χέρι που σου’ τεινε Δεν άγγιξες Φοβόσουν μην καείς. Βολέψου λοιπόν Στη μιζέρια σου Λούφαξε στη γωνιά σου. Για σένα Ο χορός δεν