. . .
«Στα σπλάχνα σου μανιάζαν φίδια Θάλασσα το δέρμα σου Μ’ αλάτι γουβιασμένο στους πόρους» Πια δε νυχτώνει Σούρουπο παντού Πια δε νυχτώνει Φώτα ν΄ ανάψουν στο πελαγίσιο σώμα Να’ ρθουν τ’ ουρανού τα ντύματα Να ράψουν στη γη παρηγόρια Να ζωγραφίσουν τα πουλιά Γλαυκούς ηλιάτορες Την πέτρα να σηκώσουν απ’ τους κροτάφους μου Ν’ ανοίξω τα πανιά των ματιών μου Πάλι στη μέρα