Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2009

άγρια ακτή

Ήτανε κάποτε μι’ ακτή σ’ άγριο χορό ατίθασα κι ονειρικά δοσμένη. Χόρευε αλλόκοτους ρυθμούς χαραγμένους σε βότσαλα μαύρα και στιλπνά με χορευτές φιδίσιους που ξέραν χρόνους μαγικούς να τιθασεύουν ν’ αγγίζουνε τα σύγνεφα μ’ ένα τους σάλτο. Χρόνια στην πλάτη τους αυτοί μετρούσαν χίλια και η μιλιά τους μάγευε τις μουσικές κρυφά αγνάντευε στους ουρανούς μαντέμια ατόφια. Κι όταν σωπαίναν ο λυγμός ανάρια δέηση πάνω απ’ της γης τα ναρκωμένα καλντερίμια απλωνόταν στάλαζε δρόσο της ζωής και πείρα αιώνων. Κι όταν αρχίζαν το χορό , κραυγές που στάζαν ουρανό παίρναν το δρόμο και ταξιδεύαν κει που σιωπούσαν μυστικά καλά κρυμμένα Και τρίζαν οι αρμοί της γης με προσμονή κι απαντοχή. Μα σαν ακούσανε του κόσμου οι γνωστικοί πως κάπου υπάρχει μια ακτή βαθιά κρυμμένη που’ χει βαλθεί του κόσμου την αέναη αταραξία να χαλάσει πιάσαν σφυριά γιγάντια , καλούπια από πέτρα και ζύγωσαν την άγρια ατίθαση ερωμένη να τη στρι

για πόσο ακόμη;

Με κάρφωσε η εμμονή με τ’ αμείλικτα νύχια της, να φτιάξω λέξεις για τη φρίκη. Μα η φρίκη στέκει πιο πάνω απ’ τη λέξη Κι ο ποιητής στέκει γυμνός.. Μες στις παλινωδίες των καιρών χάσκουν εντός μου κραταιές οι αντιστάσεις γδέρνουν με νύχι’ ακονισμένα απ’ τη σιωπή το σκληρό κέλυφος της ηττημένης σκέψης μου. Το σάπιο σώμα μου κείται βουβό κι από τα μάτια του στάζει η πίκρα γι’ αυτά που αντίκρισαν ακούσιοι μάρτυρες καιρών απάτη ενδεδυμένων Και το μετέωρο βλέμμα μου εκκρεμές πόνου ανίδωτου Και το βουβό μου κρώξιμο ζυμάρι ατελές σε χέρια τρύπια απ’ το νίπτειν Για πόσο ακόμη;

βραδιάζει

Όταν χρωματίζαν το μέτωπό σου οι κραυγές το βάφαν ασημί με κόκκους μαύρους αχνούς πολύ τόσο που μοιάζαν στίγματα κενά οι πεθυμιές σου και λιώναν το δείλι οι ανάσες σου ξεψυχισμένα μα συ δεν το’ ξερες δεν ήξερες τίποτα πέρα απ’ τη σκόνη που αθόρυβα πολύ σε στοίχειωνε μέρα τη μέρα κι έμοιαζες κύμα που ναυάγησε σ’ ένα κομμάτι γης κι ασθμαίνει τη στερνή του υγρή σταγόνα να φυλάξει προτού το χώμα το ζυμώσει με τη σκονισμένη υφή του στεγνή σαν τη μοίρα στυγνή σαν ηχώ αμετάκλητη σε σέρνει με μαλλιά λυτά κι αφρόντιστα λόγια νήμα λεπτό πια σε κρατάει στη γη οι κραυγές σ’ αγαπήσαν κι είναι η μοίρα που σου πρέπει βαριά πολύ κι εσύ μικρός σαν ένας κόκκος άμμου μόνο που δεν το ξέρεις δεν ξέρεις τίποτα αχ να γινόταν να σιωπήσουν τα πουλιά που μες στα δυο σου μάτια θλιμμένα τρυπούν τη σιωπή μου με το άγριο ουρλιαχτό τους να γείρω πάνω σου και ν’ αποκοιμηθώ σαν ένα μωρό που δεν έχει παρελθόν και το παρόν του είναι ανάλαφρο πολύ σαν το χνούδι ενός κύκνου που αφέθηκε στο ρέμα λίμνης ατάραχης βραδιάζει μ

βροτός

βροτός (άνθρωπος)- μόρος (θάνατος)- μοίρα : τρεις λέξεις ομόρριζες στη σοφή γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων..μοίρα του ανθρώπου ο θάνατος Σκιρτά ο κόσμος Η αναπνοή του συριγμός ανάλαφρος Γέλιο παιδιού Μουσική από βότσαλα μύρια που σε γιγάντια χούφτα στριμωχτήκαν. Ποιος τα δονεί; Ποια μουσική ρυθμό τους δίνει; Κανείς δε στάθηκε ακόμη τόσο αδήριτα σοφός για να το πει. Κι ίσως καλύτερα έτσι. Ο βροτός βροτός γεννήθηκε. Μοίρα τον μοίρανε βαριά όλο να φεύγει. Κι αν ίσως κάποτε μια βαρυγκώμια τον ταράσσει είναι που μόνο αυτός έχει τη Γνώση, βαρίδι που τον σέρνει αδιάκοπα στη γη. Πόσες σταγόνες λευτεριάς χωρούν σ’ ένα στήθος χωμάτινο; Να με ρωτάς Κι εγώ να ρίχνω τη ματιά στο χώμα. Κι ύστερα αντάμωσα το βλέμμα σου να καίει με λάμψη απόκοσμη κι ονειρική κι είδα το στήθος το χωμάτινο ποτάμι ορμητικό να κλείνει στα έγκατά του και τα αιώνια ρωτήματα θύελλα να ταράσσουν τα νερά του κοχλάζοντα κραυγές ν' αναπέμπουν είδα τη μοίρα μ' ουρλιαχτά τη φύση της ν'αφήνει και μένει πια μονάχα ο νους και

κρατήσου μάτια μου

Κρατούσε λες στη χούφτα της ολάνθιστο καρπό την απαντοχή και τη συμπόνια. Ήταν τα μάτια της ορθάνοιχτα σαν δυο μονάχες πυρωμένες ανθοδέσμες που όμως ποτέ δεν άνθισαν. Κι απόμεινε με δυο φρυγμένα χείλη πεισματικά κλειστά λέξη καμιά να μην αφήσουν να χαθεί στον οχετό που την κύκλωνε. Το’ νιωθε αυτό σαν μια μορφή ελευθερίας. Μα ήταν στιγμές που και γι’ αυτό φριχτά αμφέβαλλε όταν ο ουρανός της έχασκε ορθάνοιχτος τ' αστέρια απειλητικά απομεινάρια άλλων εποχών και η βροχή λυτρωτική αναπνοή αργούσε ολοένα` κι έστεκε μοναχή ο καρπός εκεί στη χούφτα της να σήπεται κι ο κόσμος γύρω της να της φαντάζει τόσο ξένος τόσο μόνος κι ανυπεράσπιστος τόσο γελοίος σ’ έναν μικρόκοσμο αηδίας να περιστρέφεται ολοένα και να ρωτάει τον ουρανό : “είναι η όψη μου που χάνεται; είναι η σιωπή μου που ηχεί εκκωφαντικά; είν’ η σιωπή των άλλων;” Μα ποιοι είν’ οι άλλοι; Κι ο ουρανός που γύρω τους παγώνει; Ποιοι τη βουβή ικεσία να νιώσουν; Δική τους είναι. Στα ματωμένα τσίνορα της γης ξαποσταίνει Και στους κροτάφους

μόνος

ένα γαρίφαλο λιωμένο στη ματιά μοναχικά δυο κίτρα στριμωγμένα στην αγκάλη δεν πρόκαμες να τα μυρίσεις κι είχες φύγει κι ο χρόνος σου μηδενικός κι ο χρόνος σου αιώνιος «ψάχνω το χρόνο αυτόν», φωνάζεις «που στη μικρή κρυφή κραυγή μου θα στρώσει φύλλα δροσερά να απαγκιάσει» κι όλοι κοιτάζαν το γαρίφαλο λιωμένο στα δυο μάτια σου και την πορφύρα που έβαψε την όψη σου κείνο το δειλινό που σου μιλήσαν οι κραυγές θαρρείς πως με καθάρια βήματα ζύγωνε όλο και πιο κοντά στο κέντρο η ύπαρξή σου ένα κύμα που χτυπά σε νοητά –λες- βράχια` η αρμύρα του τα ζώνει ψίθυροι αλαλαγμοί τριγμοί μιας μοίρας άγονης και μόνης και γίνανε τα βράχια απροσπέλαστα βουνά στα σύνορα του νου σου κάποιος τα τρύπησε μ' αγκάθι οδυνηρό και τ’ άφησε εκεί κεντρί και πόνος πόνος και κεντρί ζυγώνει με καθάρια βήματα όλο και πιο κοντά στο κέντρο κι εσύ κλείνεσαι μέσα σου θαρρείς το κέντρο να ζυγιάσεις τα χέρια σου δυο στάχυα σ΄ άνεμο βουβό ολότελα αφημένα δεν τα κοιτάς μια κούραση -άμμος πηχτή έχει καλύψει τη φωνή σου όλο κα

χέρια από φίλντισι

Είμαι μια σβούρα κλεισμένη σε δυο χέρια από φίλντισι. Τα χρώματά μου διαχέονται τρυπούν τις φλέβες του χεριού τις βάφουν χρώμα εξίτηλο, βαμμένο απ’ την πίκρα της φθοράς του ανεπίδοτου το στίγμα αυτό που χρόνια τώρα αφήνει πίσω του σημάδια θαλερά. Το πιο ακριβό χρώμα εκεί σφηνωμένο στου νου την άραχλη χώρα γελά , κραυγάζει νότες ανοίκειες σου μιλά μια πανάρχαιη γλώσσα βαμμένη από την πείρα των καιρών. Το φίλντισι πήρε το χρώμα της μνήμης. Τα χέρια ανοίξαν κι αποβάλαν τη λευκή τους όψη. Τώρα μοιάζουν χωμάτινα. Μυρίζουν χώμα νοτισμένο απ’ τη βροχή. Και η σβούρα μοιάζει να’ χει πάρει κάτι από τη στρογγυλάδα της σιωπής που’ ναι μεστή από φρόνηση. Τα χρώματά της όλα συγχωνευτήκαν σ΄ ένα γαλάζιο φωτεινά καθάριο. Αν την αφήσεις , θα κυλήσει έτσι γαλήνια ως τα μύχια της ψυχής μου. Να τη βάψει κι αυτήν με χρώμα εξίτηλο. Όπως εξίτηλη είναι η φύτρα των ανθρώπων και οι πεθυμιές τους κι οι ελπίδες τους Όπως εξίτηλα απομένουν και τούτα τα σκαλίσματα αποκυήματα μιας ιδιοτροπίας αθεράπευτης που με σέρ

ανθρώπων έργα

το κύμα χτυπάει την αλυκή δίχως οίκτο δίχως να συλλογιέται καν πως χάνει κάτι απ΄ την ουσία του και γυρίζοντας πίσω δε θα’ ναι ποτέ πια ίδιο στιγμή αξεδιάλυτα δεμένη με την απουσία` κι ένα σφυρί ο χρόνος σε αμόνι από σύγνεφο σμιλεύει το αύριο το σήμερα ποιος το’ πλασε και του’ δωσε τη γεύση τη γλυφή όσο κι αν πιεις να μη χορταίνεις -μόνιμη η δίψα μέσα σου- ποιος το σμιλεύει μέσα μας αυτό το αχόρταγο καμίνι που σαν θεριό βρυχάται πύρινες γλώσσες χαλκεύουν τα τείχη του ουρανοί δίχως πέρας σημαδεύουν τη δίνη του σβήνουνε μέσα μου σωρός τ’ αγέννητα ρωτήματα και ο αέρας μοιάζει να’ χει κάτι από τη θλίψη. ξανά θα χαράξω σιωπές στο χαρτί` μα δε γελιέμαι το καμίνι δεν κοπάζει με τις λέξεις κι όσες φορές κι αν ψάξω κι αν ρωτήσω πάλι η απάντηση θα χάσκει μοναχή` κανείς ποτέ δε βρήκε τι στα μάτια του ανθρώπου κρυφοκαίει ίσως μονάχα ο πόθος του ν’ αγγίξει τη ζωή πριν να τον πάρει η λησμονιά προτού ο χρόνος τον αρπάξει στις δαγκάνες του και τον συνθλίψει και μείνει η γεύση του άπιαστου και

οι κυνηγοί του ανέφικτου

Tα μάτια του τα ρούφαγε το φως του δειλινού τα στριφογύρναγε σ’ ατέλειωτες φιγούρες νοερά τα ζωγράφιζε στις τέσσερις όψεις του ορίζοντα. ο λόγος του στοιχειό της φύσης λιγυρός μαστίγωνε το ατέλειωτο της γης μουρμουρητό` και μια σιωπή αβάσταχτης οδύνης είχε στοιχειώσει τα έλη τ’ ουρανού και τα πετούμενα όλα στέκαν αμίλητα κι αφουγκραζόντουσαν τον ψίθυρο. Ήταν που η φωνή του, όσο κι αν μέσα του θεριεύοντας δονούσε απίστευτης οδύνης τις χορδές, ψίθυρος έβγαινε από μέσα του ταπεινός, ανάερος, συγκρατημένος. κι έλεγε πως κουράστηκε να κουβαλά τον πόνο των ανθρώπων πικρά να αγναντεύει τη φυγή τους να σφίγγει μες στη χούφτα του την πίκρα της γης ολάκερης πυρακτωμένος απ’ τη σιωπή μισών ανθρώπων` έλεγε πως πια απόμεινε μονάχος να δονείται με ασταμάτητη ενοχή για όσα γύρω του μαραίνονται και λιώνουν` μάταιη η αγωνία του, άγονη η πληγή του.. κανέναν πια δε συγκινούσε` κι ύστερα σώπασε και πήρε πικραμένος το δρόμο της φυγής` έτσι κι αλλιώς απάντηση δεν πρόσμενε` το’ νιωθε πως η αγωνία ήταν ραμ