Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2009

προσμονή

Πόσα ποτάμια μας κυκλώσαν λάβα κόκκινη Ηλεκτρισμένα νήματα ο φόβος μας κρατά Σκιές τριγύρω από την όχθη Να εκλιπαρούν με μάτια γλάρου Να σέρνονται Οσμή του φόβου Τανάλια θα συνθλίψει τους κροτάφους Μάτια κόκκινα Απ’ την άχαρη αγρυπνία. Κι εσύ βουβά να γέρνεις το κεφάλι σβησμένο κύμα και μονάχος να μιλάς: “Αν το δυνόμουνα ν’ αλώσω το φαράγγι της σιωπής να ξεκοιλιάσω τη βουβή ματιά αυτή τη χάντρα που γυάλινη σαλεύει μέσ’ απ’ τον καθρέπτη ` κάποτε οι θεοί ενοικούσαν σε θνητούς γάργαρο αστείο η ματιά τους κι ο Προμηθέας καταριότανε τον ίδιο τον πατέρα των θεών τώρα μοιάζει η φωνή μου αστείο αταίριαστο μανδύας γελωτοποιού άσμα νεκρίκιο ντύνει σ’ ένα γράμμα που απόμεινε κενό και μια ηχώ που όλο μέσα μου επιστρέφει: μας ξεχάσαν οι λέξεις μας αλώσαν τα χρόνια πια μονάχα εικόνες μας μένουν και μια γερμένη εμμονή μας ψιχαλίζει τη σιωπή με κεντρί υπόγειο.” Όλη μας η ζωή κουλουριασμένη σε μιαν όχθη Κι ο ποταμός ολόγυρα μας κλείνει Κόκκινη λάβα ο φόβος αλυχτά.

άστοχα

Πετράδι καρφώθηκε βαθύσκιο Στων ματιών σου το χάραμα Κι εγώ Με μια βελόνα Τρυπώ τα μάτια σου Η κυανή τους λάμψη Θαμπό γυαλί Βουβό Πάχνη τυλίγει με Τα μάτια σου τρυπώ Μήπως τα νιώσεις

οι απόψεις ενός κλόουν

Οι απόψεις ενός κλόουν, Χάινριχ Μπελ, μετάφραση : Τζένη Μαστοράκη Από την Πρώτη Δημοτικού ,που κατέκτησα την τέχνη της ανάγνωσης και βυθίστηκα στον κόσμο των βιβλίων , μέχρι σήμερα,τριάντα χρόνια μετά, έχω διαβάσει κάμποσα βιβλία. Με τον ήρωα όμως του Χ. Μπελ έχω ταυτιστεί τόσο πολύ που ειλικρινά ζηλεύω τον εμπνευστή του . Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: « Ο Χανς Σνηρ, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας , εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, αηδιασμένος από την ψευτιά και την υποκρισία των δικών του και των «ισχυρών» που τους περιστοιχίζουν, και διαλέγει το μόνο επάγγελμα που τον αντιπροσωπεύει : γίνεται κλόουν , δίνει παραστάσεις από πόλη σε πόλη κι έχει μαζί του τη Μαρί, την πρώτη και μοναδική του αγάπη. Έπειτα από έξι χρόνια δύσκολης συμβίωσης, η Μαρί τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί έναν σπουδαίο παράγοντα του γερμανικού καθολικισμού κι ο Χανς , που δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει, κατρακυλάει σταθερά. Ζητιάνος πια, θα καταλήξει στα σκαλιά του σιδηροδρομικού

γυμνές πατούσες

Γυμνές πατούσες Περπατούν πάνω στο άδειο κι άγριο πλακόστρωτο Μέσα στα τόσα άλλα πόδια Φαντάζουν όμορφες Προκλητική η γύμνια τους Φωνάζει Γι' αυτού του κόσμου Την αφόρητη αηδία Κι αποφορά Μαρτυρίες γυμνές της αλήθειας Τα μαύρα αυτά χνάρια στο χώμα που αφήνουν Μου φωνάζουν , μου κλείνουν το μάτι ειρωνικά Μου γελούν Περπατούν με μιαν αυτάρκεια Που θα 'λεγες αγγίζει την ευτυχία Δυο γυμνές πατούσες μόνες σ' έναν κόσμο γεμάτο άχρηστα παπούτσια Δυο γυμνά ποδάρια μόνα σ' έναν κόσμο γεμάτο οσμές από πεταμένα πλούτη Δυο άγρια μάτια μόνα Δυο ορθάνοιχτα, λεύτερα μάτια Με προσπερνούν Καλά το ξέρουν Μάτια δεν έχω τριγύρω μου να δω Από καιρό Μάτια κανείς δεν έχει για τίποτ' άλλο Παρά για το τομάρι του.

Μέγιστη πλάνη

Βάδιζα σ' ένα καλντερίμι στενό καμωμένο από πέτρα και σύγνεφο. Κι ήταν φροντίδα μου στην πέτρα πάνω μοναχά το βάρος μου να ρίχνω. Γύρω μου σύγνεφα φυγής μ' εκλιπαρούσαν να τ' αγγίξω. Μου τάζαν ταξίδια κι όνειρα και λυτρωμό. Μα μέσα μου το 'νιωθα πως και πάλι ψέματα λέγαν. Το' ξερα πάντα πως τα λόγια τα παχιά δεν είναι να τα εμπιστεύεσαι. Κι ήτανε δύσκολο πολύ στην πέτρα πάνω μοναχά τη μοίρα μου να δένω` μα ο φόβος που μ' αγκίστρωνε με κράταγε εκεί δέσμια στη μαύρη γρανιτένια υφή της. Σχεδόν έκανα πως δεν έβλεπα τα σύννεφα που ξεπετάγονταν σιμά στην πέτρα. Μα τα 'βλεπα. Πώς όχι; Μέσα μου, ωστόσο, μ' έτρωγε ο φόβος πως αν το βάρος μου τ' ακούμπαγε θα λιώνανε σα χίμαιρες του νου. Κι έτσι δεν πάτησα ποτέ πάνω στο σύννεφο. Κι ας το ποθούσα τόσο. Μ' αυτό που πιο πολύ με θλίβει είναι που νιώθω πως και η πέτρα δεν είναι από γρανίτη. Ποτέ δεν ήταν. Η σιγουριά μου ήταν που στα μάτια μου της έδωσε τη στέρεα όψη. Κι αν στο σύννεφο ποτέ δεν πάτησα είναι που ν

τις είπε ποίηση

Μουρμουρητά φυγής αχνίζανε αλλόκοτα νοσταλγικά, κρυφά, ζωσμένα ολούθε από την ένταση ενός παράδοξου πυρετού. Είχε η σιγή μιαν αγωνία που τον κάρφωνε με ανάσες ασθματικές. Τις άκουγε μέσα του να ηχούν στο ρυθμό μιας αέναης φρίκης που’ σερνε πίσω της σωρό τις προσωπίδες της χρυσές, με χρώματα κραυγαλέα όσο και η απελπισία που πότιζε το πετσί του ηδονικά ` σε μιαν αιώνια εναλλαγή η ανθρώπινη ουσία του άλλαζε πρόσωπα και προσωπεία πότε του γέλαγε χλευαστικά πότε με οπτασίες ουτοπίας τον εκοίμιζε πότε τον έλουζε με ασίγαστους πόθους` και βούλιαζε ανήμπορος στην πιο μύχια κόχη της σκέψης του, τη στάχτη πάσχιζε να διυλίσει με δυο τρύπιες χούφτες, ανάσαινε καπνό και λήθαργο οι εμμονές του μείναν μόνες και φτωχές` τις είπε ποίηση κι έθαβε τους τριγμούς της ουσίας του στους στίχους του ευλαβικά με σύστημα κι επιμονή κι ας κραύγαζαν σιγανά σιγανά σαν ανυπεράσπιστα γυμνά ποδάρια που βουλιάζουν στην καυτή άμμο και φλέγονται δημοσιεύτηκε στο poema

ποτάμι

Ήτανε κάποτε ένα ποτάμι. Πρωτόγνωρες οι δίνες που στις όχθες του ηχούσαν` Θεοί ανασταίνονταν στην κοίτη του κι αποσταμένοι στρατηλάτες στα νερά του λούζονταν. Ταξίδευε αιώνες πίσω ακάματο, με πείσμα κοφτερό σαν τη λεπίδα που αστράφτει στον ήλιο πριν χωθεί στο σκληρό θηκάρι. Έλεγε πως ζητά τη θάλασσα. Κι όλο ταξίδευε αλλάζοντας όψεις συνεχώς με μιαν αστείρευτη ορμή που’ μοιαζε με θυμό μα ήταν ζωή κι επιμονή και αγώνας και ελπίδα. Κι όταν του μήνυσαν πως στέρεψαν οι θάλασσες με βλέμμα επιτιμητικό το εγκαταλείψαν οι θεοί και οι στρατηλάτες σιωπηλά στρέψαν τα νώτα. Μα το ποτάμι συνέχισε μονάχο να κυλά. Η μοίρα κάποιων ποταμιών τους επιτάσσει να μην πτοούνται από το θεϊκό φευγιό και να επιμένουν να κυλούν τη θάλασσα μυστικά αναζητώντας όσοι μαντατοφόροι κι αν στο διάβα τους περάσουν για να τους πουν πως θάλασσα ποτέ δε θα βρεθεί.

βυθός

Σ’ αυτόν το βυθό δεν έχει σύρμα νοτισμένο Να περπατήσεις μεθυσμένος από προσμονή Δεν έχει νότο να σκορπίσει Τη ρημαγμένη ψυχή σου Στα τέσσερα στοιχειά τ’ ορίζοντα Μονάχα μια μονότονη ψιχάλα Κι ένα κουρασμένο κλαυσίγελο Κρατημένο σφιχτά Στη ματιά σου Σ’ αυτόν το βυθό Φτάνουν- στιγμές-ψιχάλες φως Και τις γραπώνεις με νύχια κόκκινα απ’ την ένταση Και τις γεύεσαι με πύρινη γλώσσα Κι ένα κοχύλι αρμύρα Ακουμπά στην πλάτη σου Χαραγματιά απ’ αλάτι που σε σφάζει Σ’ αυτόν το βυθό Άκρη δεν έχει` Μονάχα ανεστραμμένα είδωλα Μονάχα στρόφιγγες από σκουριά μαγκωμένες Κι εσύ παλεύεις Έστω λίγο Την πέτρινη υφή τους Να κινήσεις Με δάχτυλα - φωτιά.

βέβηλοι

Βγήκανε πάλι ανατόμοι με νυστέρια Και σκύψαν βέβηλοι στης Ποίησης το σώμα Να το σκυλέψουν Βγήκανε πάλι τιμητές με τα τεφτέρια Και σμίξαν άγριοι το βλέμμα σ’ ένα πτώμα Να γνωματεύσουν Κι ο ποιητής στέκει πιο πέρα Κρατά στο χέρι την οργή του και την πένα Κρατά στην όψη τη σιωπή και τον καημό Και τραγουδά μονάχος Θλιμμένος τροβαδούρος Μονάχος Δον-Κιχώτης Δίχως ούτε αυτούς τους ανεμόμυλους Με τα κουρελιασμένα τους φτερά Δίχως κοντάρι Δίχως Σάντσο Μονάχα μ’ ένα πικραμένο βλέμμα Και τον Καβάφη να ουρλιάζει ρυθμικά Την άθλια ειμαρμένη Των ερινύων τα βήματα Του Απόλλωνος την Απιστία. για τον μοντεκρίστο