Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2012

Ανίδεοι και χορτάτοι

                                                                                                                                                                                 Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,  σα φάγαμε καλά  πέσαμε εδώ στα χαμηλά  ανίδεοι και χορτάτοι.                                                                                      Γ. Σεφέρης  Εδώ που φτάσαμε πίσω δεν έχει. Ήρθε η ώρα να διαλέξουμε τη ζήση μας σε ποιον σταυρό θα την καρφώσουμε. Να την περιφέρουμε   μήπως μας λυπηθούν πια δε φελάει. Το πολύ πολύ να μας λυπηθεί ο εαυτός μας. Αυτός ο κακομοίρης που στριμώξαμε σε κείνη τη γωνιά εκεί γύρω στα δώδεκα. Το πολύ πολύ να μας στείλει ένα κορίτσι με μάτια αιγυπτιακά να μας κοιτάξει με συμπόνια ή με πόνο ή με κατανόηση και ν’ ακουμπήσει πάνω μας το χέρι του. Μα άφεση κανείς δε δίνει. Το ξέρουμε καλά αυτός θα είναι πάντα εκεί να μας κρατά πισθάγκωνα δεμένους με τα μάτια στο στέρνο αναίτι

μυρμηγκάκι

εδώ σε τούτη την κόχη του κόσμου σε τούτο το χείλος του σύμπαντος μυρμηγκάκι περπατώ σέρνω στη ράχη μου έγνοιες μικρές στενάζω μα έρχεται στιγμή που το βλέμμα μου πέφτει τ' αψήλου κι είναι αβάσταχτη η ποίηση εισβάλλει στα μικρά μου μάτια τα σπρώχνει να ξαστερώσουνε να δουν και τότε γίνεται το διάλειμμα σταματώ τα πόδια μου στεριώνουνε στο χώμα και φεύγει απ' τη ράχη μου το βάρος ήλιοι αστράφτουν στο φτενό μου σώμα κι ανασαίνω

λέξεις νεκρές

                                                             τα νέα που μας έφερε μας χάιδεψαν τ' αφτιά.. Είναι στιγμές που νιώθω πως βρίσκομαι αντιμέτωπη με το απόλυτο σκοτάδι. Όταν η ανοησία και το κλειδωμένο μυαλό φορούν τη μάσκα της επανάστασης. Όταν ο πουριτανισμός , η συντήρηση και ο αυταρχισμός ντύνονται το προσωπείο της σύνεσης. Όταν ο σκοταδισμός, η προγονοπληξία και ο φασισμός προβάλλονται ως αγνή φιλοπατρία Όταν ο εφησυχασμός κρύβεται πίσω από τη δήθεν φιλική ματιά και τη σάχλα Όταν ακούω λέξεις όπως δημοκρατία, λαϊκή εξέγερση, επανάσταση να χρησιμοποιούνται ως σημαία για την κάλυψη της ανομίας Όταν ακούω λέξεις όπως η τήρηση των νόμων, η διαφύλαξη των θεσμών και της νομιμότητας να χρησιμοποιούνται ως προκάλυμμα για την παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, για την επιβολή της πιο φασιστικής βίας Όταν ακούω παιδιά 17 χρονών να εκφράζονται ανοιχτά ως νοσταλγοί της Χούντας μέσα στη σχολική αίθουσα τη μια μέρα και την άλλη να κραδαίνουν τη σημαία

κάθαρση

Κειτότανε κατάσαρκα στην άμμο Λίγο πιο πάνω σύγνεφα φωτιάς Ο ήλιος Λίγο πιο κει κοχύλια αρμύρα Γούβες αλάτι π’ άσπριζε στις άκρες Ίσια να φαίνεται η λαχτάρα Να πάρει τ’ αλάτι στις χούφτες της Να βάψει λευκές τις ρυτίδες που σκάβουν τα χέρια της Κι ύστερα να τ’ αφήσει να ρέει Απ’ τις μισάνοιχτες άκριες των δαχτυλιών της Να βλέπει τ’ αψύ άρωμά του με τα μάτια Κι έπειτα Να φέρει τις χούφτες στο πρόσωπο Ν’ αναπνεύσει  αρμύρα μέχρι τον πόνο Εκεί λίγο πιο πίσω απ’ τη λιγοθυμιά να γονατίσει Και να εκπνεύσει Όλη τη σιχασιά του κόσμου Στη θάλασσα.

λυτρωτικό

Έφταναν –λέει- να δρασκελούν Συθέμελα τα σπίτια αυτές οι σπίθες. Τις γέννησε ο ουρανός πριν απ΄ το χάραμα Και τώρα στέκει Απάνθρωπα μακάριος . Οι ωδίνες τέλειωσαν Και το πρόσωπο γαληνεύει Με μιαν αταραξία καρτερική. Απλώναμε τα χέρια σε ικεσία άηχη Στο γαλανό του ήλιου βλέμμα Και ταιριάζαμε τις φωνές. Κρατούσαμε στα χέρια πυρσούς αναμμένους Τα μάτια των παιδιών μας Λίγο πριν γίνουν άνδρες και ξεχάσουν. Τι’ ταν αυτό που αντέχαμε χρόνια αχάραγα; Προσμέναμε ίσως τις ωδίνες Αφέλεια μας κάρφωνε τις φτέρνες στην έρημο Και το νεκρό έμβρυο όργωνε με συσπάσεις το ξερό χώμα Θαρρούσαμε τα σημάδια απ’ τα νύχια του πως ήτανε ζωής σημάδια Οι πλανημένοι Και πώς ν΄ ακουμπήσουμε κάπου τα χέρια μας; Πώς ν’ ανατείλουμε κάπου τη θλίψη μας; Πού να ουρλιάξουμε την εμμονή μας; Πεισιθανάτια εμμονή θα την πουν οι προφέσορες της ποίησης Με το δάχτυλο το υψωμένο σε επίπληξη για μας που το μόνο που ποθήσαμε είναι να κοιτάξουμε τα χέρια μ

πένθους εραστής

Θα’ ρθούν Τρικυμισμένα θα μιλούν Λόγια στυφά θ’ αγρεύουν Φύλλα Σ’ ένα Φθινόπωρο κραυγής. Θα τα σωριάζουν μυστικά Στο βυθό τους Τακτικά προπαντός Ένα ένα Σαν να φυλλομετρούν ένα σκοτάδι σύννεφο. Θα’ ναι το δέρμα τους πετσί σκληρό Τα πόδια τους λιγνά Το βλέμμα αιματόχτιστο. Κι εσύ Μια ακίδα στη φτέρνα τους Με τα χαζόγελά σου Και με τις εθελούσιες τσιριμόνιες.  έψαχνα κάτι να ταιριάζει στις περιστάσεις που ζούμε και το θυμήθηκα..

ο φόβος

Μας λύσαν τα σκοινιά Πλέαμε ανάσκελα Πετράδια του βυθού Χτυπιούνταν μες στη χούφτα μας Στο λαιμό μας η υποψία του σκοινιού Λεπτή σα νήμα οδοντικό Πιο πάνω απ’ της μιλιάς τη δίοδο Πιο μέσα απ’ της φωνής τον κόμπο Πιο βαθιά απ’ του δέρματος τα λέπια Μια ηχώ αλαβάστρινη Ένα νήμα πιο πάνω απ’ την κοίτη Ο φόβος

ντροπή

λοιπόν πολύ μιλήσαμε πολύ δακρύσανε τα μάτια μας θυμό και έγνοια και θιγμένη αξιοπρέπεια λοιπόν κρατήσαμε κάποτε στα χέρια μας κλωστές και τις ενώναμε με εγκαρτέρηση και πίστη και τόση στ' αλήθεια επιμέλεια λοιπόν υπήρξαμε σε όλα ακέραιοι ατσαλάκωτα ωραίοι και καμαρώναμε για τις αρχές μας και τώρα πες μου φίλε μου εσύ που σου' κλεψαν τις μέρες που ήταν να' ρθουν και βάλανε στη θέση τους μια ευθεία τόσο άσπρη ,τόσο ανήλεα τεντωμένη τόσο εκτυφλωτικά καθαρή πες μου φίλε μου εσύ που σε πήραν απ' το χέρι και σε στήσαν απέναντι στα μάτια του Νίκου όλοι αυτοί που σε δείχνανε μέχρι τώρα και σε λέγαν "κορόιδο" τώρα σε δείχνουν και σε λένε " δειλό" πες μου φίλε μου εσύ πού είναι οι μέρες που ήταν να 'ρθουν και συ πού είσαι σ' όλα αυτά πες μου φίλε μου εσύ τι πια να πεις που δεν έχει πεθάνει για ποιες στ' αλήθεια λέξεις να πασχίσεις να μιλήσεις..

...

Θα σας προσφέρω τη δίψα μου Θα τη στραγγίξω σε κανάτι διάφανο Και θα προσμένω τα χορτάτα λαρύγγια σας Να ‘ ρθουν να καμωθούν πως τα’ γγιξε η δίψα Θα σας προσφέρω τη λύπη μου Θα τη στερνιάσω σε χωμάτινο σινί Και θα προσμένω τα δάκρυα του πόνου σας Έτσι ως θα καμώνεστε τους πένητες Θα σας προσφέρω τους στίχους μου Εγώ ο μόνος Ο στερημένος από νότες ουρανού Εγώ που μ’ άγγιξε η λάβα του κενού Μου τσουρούφλισε το νου Κι από τότε σέρνω τα βήματά μου και τρεκλίζω Σε τούτη τη γη που με διώχνει Είναι στιγμές Που κλείνω τα μάτια και βυθίζω τη σιωπή μου μέσα στην οχλαγωγία σας Είναι στιγμές Που ουρλιάζω λέξεις ακατανόητες Κι άλλες Που λέω ακριβώς αυτά που θέλετε ν’ ακούσετε Με τάξη και σύνεση Ακριβώς αυτά που θέλγουν τα μικρά σας μάτια Και προσμένω Εγώ ο μόνος Που το μόνο που πόθησα Είναι ένας νους δίχως χάσματα Μια θάλασσα δίχως κύματα Κι ένας γκρεμός να πηγαίνει ολόισια στην άκρη του μυαλού Να περιγράφει τα στοιχειά Να τα μερώνει Γητειές να τραγουδά Πουλί τ