Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2008

άτιτλο

Σκοτάδι και δυο στόμια βουβά Ειρωνικά μειδιούν Χάσκουν ασμένως Για των ανθρώπων- λένε- τη μάταιη φύτρα. Κι έρχεται ένα παιδί Ίσαμε μια σπιθαμή είν’ το μπόι του Τους γελά και τους γνέφει : «Δεν είστε παρά τα στόμια ανύπαρκτου κακού δεν είστε παρά η βιτρίνα κόσμου φαύλου αιώνες τώρα μες στη σκέψη που ανθίζει.» τα στόμια μένουν ενεά ` τι μέγιστο κατόρθωμα.. επιτέλους η φύση τους βγήκε στο φως και τα δεσμά τους θα λυθούν θα τρέξουν λεύτερα προς το φως και τα πουλιά και τη γαλήνη` πια να φυλάσσουν το σκοτάδι χρεία δεν είναι. Μα το μικρό παιδί χαμογελά πικρά Και προσπερνά τα στόμια με μιαν αταραξία αφύσικη βουβό στις παρακλήσεις τους για ελευθερία` αυτό το ξέρει μοίρα τους είναι να μένουν εκεί ακίνητα θεματοφύλακες ανύπαρκτου σκοταδιού.

επίλογος

Καρφί στο νωθρό μου μυαλό μια εικόνα θαμπή από σμάλτο. Μαύρο ολόγυρα και στη μέση δυο μάτια με τη γύρη της άνοιξης μέσα τους ολάνθιστη. Κλείνω τα μάτια να μη δω το χρυσό της αντάμωμα` πια το σθένος δεν έχω για οράματα. Δε θέλω πια να ξέρω. γερασμένη ως απόκαμα σε μια κώχη γυαλιά θρυμματισμένα ουρανούς παγωμένους ναυαγούς με κραυγές στριμωγμένες σε βλέμμα αιματόχτιστο. Δε θέλω πια να βλέπω. Ως κι η φυγή μυρίζει σάπιο. Ως κι η σιωπή θεριεύει ψέμα. Δε θέλω πια να γράφω. Ως και οι λέξεις με προδώσαν την ίδια κείνη τη στιγμή που αφέθηκα στυγνά να τις προδώσω.

Η αδήριτη σοφία της ποίησης

« Μα πώς εξηγείται , εκείνα που είπε ένας μυαλωμένος άνθρωπος να είναι πολύ πιο ανόητα από εκείνα που μένουν μέσα του;» αναρωτιέται ο νεαρός ήρωας στον Έφηβο του Ντοστογιέφσκι. Και αυτήν την επίγνωση της ανοησίας την αποδίδει μόνο στους ανθρώπους που είναι προικισμένοι με καθαρή και- όσο γίνεται- λεύτερη σκέψη. Γιατί υπάρχουν και οι άλλοι, που βολεμένοι στην αυταρέσκειά τους, όσο πιο κοινότοπο και ηλίθιο είναι αυτό που ξεστομίζουν, τόσο πιο πολύ επαίρονται γι’ αυτό. Ο Ντοστογιέφσκι όμως δε μιλάει γι’ αυτούς. Μιλάει γι’ ανθρώπους που στέκονται μετέωροι , με τη βάσανο της αμφιβολίας μόνιμα ριζωμένη στη σκέψη τους . Εδώ ακριβώς στέκεται η ποίηση. Δεν προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει ή να πείσει για κάτι, απλά υπάρχει για όποιον την αναζητήσει. Σ’ αυτήν καταφεύγουν όσοι έχουν μέσα τους κάτι να πουν, έχουν όμως και την αδήριτη σοφία να διακρίνουν πως αυτό, μόλις το ξεστομίσουν και το φορτώσουν με το στόμφο και τη φλυαρία που χρειάζεται για να προσελκύσει την προσοχή του ακροατή, αυτόμα

Αχιλλέας αγέρωχος

Η Ιλιάδα, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί ένα έπος βαθύτατα φιλοσοφικό. Θα χρησιμοποιήσω μια σκηνή από την πρώτη ραψωδία, για να δείξω το ρόλο που διαδραματίζει η ηθική στη συμπεριφορά των ηρώων` αποτελεί , θα έλεγα , την κινητήριο δύναμη που κρύβεται πίσω από κάθε πράξη τους. Μια ηθική όμως που κρύβει μέσα της κάτι το αληθινά υπερήφανο και αγέρωχο, μια σπάνια μορφή ακεραιότητας που με κάνει να στέκω εκστατική ,κάθε φορά που επιχειρώ να διδάξω αυτούς τους στίχους στην τάξη. Μιλάω για τους στίχους 149 – 223. Ο Αγαμέμνονας ανακοινώνει « ελαφρά τη καρδία» ,μπροστά σ΄ έναν στρατό αποδυναμωμένο από έναν δεκάχρονο πόλεμο κι έναν φοβερό λοιμό, πως θα δώσει πίσω τη Χρυσηίδα, με έναν όρο όμως: να πάρει ως αντάλλαγμα το « γέρας» του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας ορθώνει το ανάστημά του στον αρχιστράτηγο και δε διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Κι ο λόγος του προς τον αρχιστράτηγο ξεκινάει με δύο βαρύτατους χαρακτηρισμούς: « αναιδείην επιειμένε, κερδαλεόφρον » . Βλέπουμε πόσο διε

σάπιο

Σε γελάσανε Σου’ παν πως έρχονταν Με όλη τη φαντασμαγορία Ενός ακέραιου γεγονότος Σε γελάσανε Σου’ παν « περίμενε» Και πρόσμενες κι εσύ τον ερχομό τους Κρεμασμένος ανάποδα Σ’ ένα κλήμα πλεγμένο στη σκόνη Σκόνη κρυστάλλινη σιωπής Τυλίγει σε Κουκούλι κάτασπρο Χρώμα κενού Σου γελούσανε Σε προσπερνούσαν Και σου γνέφανε Και συ Ένας Οιδίποδας Γυμνός από την πλάνη του Τα μάτια σου αναζητάς Απάτη να τα χρίσεις Κρατημένος σφιχτά στο κουκούλι σου Στην οργή σου Βολικά αναπαμένος

εύθραυστον

Ήρθαν τα σύννεφα και στάξαν στα χώματά μου δροσιά Βαριά βαριά ακουμπήσαν την αιθέρια υφή τους στα νωθρά μου ματόκλαδα Και θάρρεψα πως μου μηνούσαν την ελπίδα Πως ακροβάτες σε σκοινί αόρατο οι άνθρωποι δεν είναι πια Φιλιώσαν με το θάνατο με τη φριχτήν αλήθεια Κραυγές πια τα τόξα των σμιγμένων τους φρυδιών δεν αναπέμπουν Και είναι ψεύτης αυτός που τόλμησε να πει σκιάς όναρ άνθρωπος Μα πάλι , την ίδια εκείνη στιγμή, μια μικρή σκιά μια ανώφελη τύψη, ένα άγριο ερωτηματικό με συνεπήρε στην οδύνη της απάθειας του άπαρτου κάστρου. Κι έπεσα πάλι στον ύπνο τον όρθιο.