άτιτλο
Σκοτάδι και δυο στόμια βουβά Ειρωνικά μειδιούν Χάσκουν ασμένως Για των ανθρώπων- λένε- τη μάταιη φύτρα. Κι έρχεται ένα παιδί Ίσαμε μια σπιθαμή είν’ το μπόι του Τους γελά και τους γνέφει : «Δεν είστε παρά τα στόμια ανύπαρκτου κακού δεν είστε παρά η βιτρίνα κόσμου φαύλου αιώνες τώρα μες στη σκέψη που ανθίζει.» τα στόμια μένουν ενεά ` τι μέγιστο κατόρθωμα.. επιτέλους η φύση τους βγήκε στο φως και τα δεσμά τους θα λυθούν θα τρέξουν λεύτερα προς το φως και τα πουλιά και τη γαλήνη` πια να φυλάσσουν το σκοτάδι χρεία δεν είναι. Μα το μικρό παιδί χαμογελά πικρά Και προσπερνά τα στόμια με μιαν αταραξία αφύσικη βουβό στις παρακλήσεις τους για ελευθερία` αυτό το ξέρει μοίρα τους είναι να μένουν εκεί ακίνητα θεματοφύλακες ανύπαρκτου σκοταδιού.