Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2011

ανθρωπιά

Θα σας εξομολογηθώ το πρόβλημά μου. Τώρα τελευταία έχω μια αδυναμία να μιλήσω και να πω όλα όσα πυρπολούν το κεφάλι μου . Και αν δεν αισθανόμουν το μυαλό μου μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη για έκρηξη, ειλικρινά δε θα με ένοιαζε καθόλου αυτή μου η αδυναμία. Μα έχω τέτοια τρομακτική εσωτερική ένταση και τέτοιο θυμό , που αρχίσω να πιστεύω πως θα τρελαθώ αν δεν πω κάτι. Γι’ αυτό με μεγάλο πόνο κάθομαι τώρα μπροστά στην οθόνη. Θα’ θελα να μην πω τίποτα. ΜΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΏ. Σιχασιά ..αυτό νιώθω. Οι άλλοι φτύνουν πάνω μου τη μικρότητά τους κι εγώ χαμογελώ ..μα ως πότε; Μπα ..δεν έχει νόημα… δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθείς να συγκρουστείς με την ανοησία που σε περιβάλλει από παντού ..να κλείνεις τη μύτη σου να μη σε φτάσει η μυρωδιά αυτού του οχετού ..μα πώς; είσαι μέσα του και κολυμπάς .. Κι όχι αυταπάτες προπαντός ..που λέει κι ο ποιητής.. Πώς λέτε να αισθάνεται ένας άνθρωπος που προσπαθεί σ’ ένα απάνθρωπο σχολείο- φυλακή να διαφυλάξει την αθωότητά του, το γέλιο του, την αγάπη του για αυ

ίνες χωμάτινες

Μη με αρνείσαι θάλασσα Κραυγάζει ο ποιητής Στιγμές γονατιστός στην αρμύρα της Σχίζει τα πουκάμισα του δέρματός του Θυσία τα προσφέρει στη βοή της Κι ύστερα βγαίνει μουσκεμένος απ’ τη δίνη της Γράφει σε κύκλους τη σιωπή του Σκάφτει χαντάκια και τη θάβει Να’ ρθει κάποτε Να δέσει τις φλέβες του Να τις ισιώσει Να μη φουσκώνουν ποτάμια αίμα τα μάτια του Να ξαστερώσει η μιλιά του Να μιλήσει. Μάταιος κόπος.

μονάχα οι άνθρωποι

Θέλω να κρατηθώ απ’ το ποίημα και να νιώσω και πάλι πως είμαι εκεί πίσω στην ασφάλεια της μήτρας, με μόνο ήχο το ρυθμικό παλμό της καρδιάς της μάνας μου. Μα τι γίνεται, όταν όλες οι βεβαιότητες γκρεμίζονται και δεν απομένει πια καμιά μα καμιά ανάσα πέρα απ’ την στερνή εκείνη του πνιγμού.. Τι γίνεται όταν σωπαίνουν ένοχα οι λέξεις κι ό, τι κι αν γράψεις σου φαίνεται στιλέτο στην πλάτη σου; Μονάχα οι άνθρωποι πια μου απομείναν.. Μονάχα οι άνθρωποι .. Τι αστόχαστα το ξεστόμισα αυτό το «μονάχα..»

πώς να σε πλάσω από γρανίτη

για τον Γιώργο μου Κρατήσου μάτια μου. Θα’ ρθουν καιροί ζαλισμένοι Το ξέρω Θ’ αναρωτιέσαι ποιος άνεμος σου χαϊδεύει την όψη Και ποια κραυγή σου μαστιγώνει τη σιωπή Θα ξύνεις τη μάσκα των άλλων με το βελούδινο βλέμμα σου Ξανά και ξανά Γιατί είσαι αθώος Το βλέπω στην αγωνία σου να μάθεις Και στη σιωπή σου σαν πικραίνεσαι. Ο κόσμος μάτια μου γυρίζει αδιάκοπα Πώς το πασχίζεις στα δυο μικρά σου χέρια να τον κλείσεις ; Θα πληγωθείς και θα πονέσεις Πώς τη σκληράδα μέσα σου να στάξω ; Πες μου τον τρόπο να σε πλάσω από γρανίτη. Γιατί τρομάζω μάτια μου Αυτά τ’ αθώα σου τα μάτια Πόσα γιατί να βαστάξουν δίχως να μαραθούν. Μα πιο πολύ τρομάζω μην τύχει τις δυο λίμνες που εντός τους κλείνουν και τις στερέψει η αγριάδα των καιρών. Μη δω τα μάτια σου σαν πέτρα να παγώνουν Όταν ο φόβος τα στοιχειώσει. Μην τον αφήσεις μάτια μου το φόβο να σ’ αγγίξει. Μην τον αφήσεις στη ματιά σου να λιμνάσει. Πώς να σε πλάσω από γρανίτη μάτια μου.. 11-10-2006

σκασμός

και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσανε

μικρή Ινδιάνα

Αυτό το κύμα που ποτέ δε σ’ ήβρε Αυτό τάχτηκες να ψάχνεις Να κρατάς στην άκρη του ματιού σου Την υποψία φυλαχτό Και να κλαις Μικρή ινδιάνα Που τα μάτια σου πόθησαν τη θάλασσα Που το δέρμα σου πόθησε τη φωτιά Κι η ανασαιμιά σου την αρμύρα Και σε βρήκε η άμμος Σε τύλιξε ολάκερη . Μικρή μου ινδιάνα Πώς να σ’ ανταμώσω τώρα πια ;

.......

θέλω να βγω απ' το δέρμα μου ν' αφήσω νύχια αρπακτικού στα μάτια μου να κομματιάσω την πλάκα να κομματιάσω την πλάκα ποια πλάκα θα μου πείτε; σοφοί μου δάσκαλοι εμπρός βγείτε μπροστά να μου ανάψετε τη φλόγα το καλντερίμι σκοτεινό κι εγώ κοάζω βατράχι ξένο σοφοί μου γνωστικοί και τόσο λεπταίσθητοι δάσκαλοι ξέρετε μήπως να μου πείτε τι χρώμα έχει η πείνα και η απόγνωση και η οργή και η λαχτάρα για δίκιο τι χρώμα έχουνε τα μάτια του γιου σου σαν σε κοιτούν με απορία και ρωτούν « ποιοι είναι οι κακοί μαμά;» μα εγώ σήμερα λέω να γράψω ένα ποίημα, απ’ αυτά που χαϊδεύουν τα μαλλιά των παιδιών πριν κοιμηθούν, απ’ αυτά που τρελά κι ανυποψίαστα χορεύουν στη θάλασσα, απ’ αυτά που ποτέ μου, ποτέ δε θα γράψω, γιατί ποτέ δεν είδα πού στο διάβολο εκβάλλει αυτό το ποτάμι και πούθε ξεκινά σοφοί μου δάσκαλοι μη μου αρνηθείτε τη φλόγα σας εσείς σίγουρα το είδατε και το ποτάμι και την αρχή και το τέλος του, γι’ αυτό και τα δικά σας λόγια είναι τόσο βαλμένα το ένα δίπ

. . .

«Στα σπλάχνα σου μανιάζαν φίδια Θάλασσα το δέρμα σου Μ’ αλάτι γουβιασμένο στους πόρους» Πια δε νυχτώνει Σούρουπο παντού Πια δε νυχτώνει Φώτα ν΄ ανάψουν στο πελαγίσιο σώμα Να’ ρθουν τ’ ουρανού τα ντύματα Να ράψουν στη γη παρηγόρια Να ζωγραφίσουν τα πουλιά Γλαυκούς ηλιάτορες Την πέτρα να σηκώσουν απ’ τους κροτάφους μου Ν’ ανοίξω τα πανιά των ματιών μου Πάλι στη μέρα

...................

Αυτός ο άνθρωπος έγινε δέντρο νύχτα Τη μέρα έβγαζε κλαδιά Κορφές και βάτα Και υψωνόταν στο κενό Και αγκάλιαζε τα σύγνεφα Μάτια δεν είχε Κι έψαχνε χώμα να καρφώσει τις ρίζες του Μα ήτανε παντού νερά Και λασπωμένα χνάρια Παντού νύστα κι έρημος και βατράχια κοάζαν πνιχτά Μ’ αυτιά δεν είχε να τ’ ακούσει Μονάχα ένιωθε ένα σούρσιμο εκεί που άλλοτε ήταν τα πόδια του Και τώρα θάρρειε πως αντίκριζε ρίζες Μα ήταν μονάχα στο νου του αυτά όλα Δέντρο πώς να γενεί ο άνεμος Δέντρο πώς να φανεί η αύρα Δέντρο πώς ν’ ανατείλει από καπνό Και μέλη σπαραγμένα Και νοτιάδες και κνώδαλα Και το χώμα πού να το’ βρει να ριζώσει; Όλοτρόγυρα τον κυκλώσαν τα έλη Και μύτη δεν έχει την οσμή του σάπιου να μυρίσει

--------------

Ο πόνος σκάφτει μέσα μου λαγούμια μέλισσες Ορμούν στις τρύπες του κορμιού μου Το σπαράσσουν Δεν ξέρω αν είναι βάλσαμο το κεντρί τους ή φαρμάκι Κι ούτε ποτέ μου είδα μέσα στην υπόγεια βοή τους Κάτι παρήγορο Μα Φταίει νομίζω κείνη η παραξενιά που με καρφώνει Να βλέπω κύματα κει που οι άλλοι βλέπουν κάλμα Ν’ ακούω λέξεις πανικού Τριγύρω απ’ τις σιωπές Και πώς γαληνεύει ο καλπασμός βημάτων μέσα μας Μου λες;

...

Αυτή η θάλασσα έγερνε μέσα μου ολάνθιστη Με κατάπινε και με ξερνούσε Κι έστελνα τη ματιά μου στον ουρανό Που’ χασκε διάστερος στου ματιού μου την κόχη Και σάλευαν όλα του βυθού τα πουλιά Και με σηκώναν στα φτερά τους Με ταξιδεύαν σε στυφά άλμης σοκάκια Κι είχα στο στόμα μου Γεύση ακριβή Τη δίψα Κι είχα στα χέρια μου Ντύμα κρυφό το φόβο Κι είχα στο νου μου Κρατήρα βουβό Τη λαχτάρα

δέηση

Έτσι κρυφά να σου μιλώ ψυχή μου Έτσι καθάρια να μοχλεύω τις πληγές σου Κι εσύ να γέρνεις το υγρό σου βλέμμα Ίσια κατάβαθα στην κοίτη του δικού μου ποταμιού Και να κρατάς στα μάτια σου λουλούδια του αγρού Και θάλασσας ριπές και ουρανού ανεμώνες να τις φυτεύεις μέσα μου καρδιά μου τα μάγια να μου λύσουν και να το δυνηθώ να σε κοιτάξω κι αυτή η χαράδρα που τώρα ασάλευτη φεγγίζει στο στεγνό σου μέτωπο να γίνει μονοπάτι να βαδίσω τη σιωπή μου και να γεμίσει ήχους γάργαρους πουλιών κελαηδισμούς αγέρα υπερήφανου στρωσίδι.

για τους μετανάστες απεργούς πείνας

Τους έβλεπε να πλησιάζουν με τα αλεπουδίσια μάτια τους, σάλια να πασαλείφουν το ποντικίσιο στόμα τους και τα χέρια τους να μοιάζουν νύχια αρπαχτικού. Κάρφωνε τα πόδια του στη γη κι ευχόταν να μπορούσε να πάρει η όψη του χωμάτινο χρώμα, να ζαρώσει ολόκληρος μέσα στη σκόνη και να φυτευτεί στη γη , τη γη που τον έθρεφε χρόνια τώρα με την καρτερία της. Αυτοί δεν έβλεπαν τίποτα . Μονάχα τα λόγια τους άκουγαν μεγεθυμένα μέσα τους κι επαίρονταν πως ήταν –λέει- φιλάνθρωποι και ξέρανε ωραία να μιλούν με όρους περισπούδαστους κι αμφίσημους που ξεχειλίζανε σοφία. Αυτός τίποτα απ’ αυτά δεν ένιωθε. Μονάχα ένα τρέμουλο στην καρδιά του απ’ τα μάτια τους που τον μετράγαν και τον έκριναν και του ζητούσαν να υψωθεί εκεί που τον ήθελαν. Μα πού να ξέρει κι αυτός πού τον ήθελαν να σταθεί.. Άλλοι τον φαντάζονταν με το στεφάνι του μαρτυρίου στο μέτωπο κι άλλοι – οι ποιητάδες- με ψυχή λιονταριού που δίνει στη γραφίδα τους λίγο απ’ το αίμα που τόσο ποθούν. Κι άλλοι τον θέλαν ταπεινό να παρακαλάει εμάς του

πέταγμα

Όσο κι αν ούρλιαζε κομμάτια ο σφυγμός μου Όσο κι αν θόλωνε το τζάμι του μυαλού Προχωρούσα Με μια σφυρίχτρα στα μάτια Τριζοβολητό αιώνιο οι σπίθες τους Σπαθιά τρεμάμενα Σπαθίζαν τη σιγή Και την κόβαν στα δυο Κι εκεί ανάμεσα στο άσπρο σεντόνι του βυθού Έκλαιγε μια κόρη τα μάτια της Που της τα πήραν Αυτά τα μάτια της τα παιδικά Και πού να τα’ βρει τώρα Έτσι σκυφτή που έμαθε μονάχα να υφαίνει Πίκρα και λόγια περιττά Σ’ ανέμους πεταμένα Βλέμματα βήματα τυφλά σε ίσκιους χαρισμένα. Όσο κι αν χάραζε η ανάσα μου τριγμούς Όσο κι αν λιώναν τα υγρά στοιχειά του νου μου Σε γωνιές αχόρταγες Προχωρούσα. Στο χέρι κράταγα βολβούς λιωμένους τα μάτια μου Και τα στριφογύριζα στα χωμάτινα χέρια μου Έτσι που γίναν βυσσινιές οι χαρακιές της μοίρας Βυσσινιές και στάζαν χρώμα Και για μια στιγμή Θάρρεψα πως είδα στα υγρά μου χέρια Μια πνοή Μια αχλύ απ’ όνειρο Φεγγάρι και ουρανό Και ξέχασα το χώμα.

άτιτλο

Ο πόνος σου Μικρή μου αθώα Μοιάζει λουλούδι ακόμη ανέγγιχτο απ’ τον καιρό Μοιάζει φεγγάρι πελαγίσιο Που βούλιαξε στην κορυφογραμμή της Ίδης Κείνο το δειλινό του Αυγούστου Και το τρέμουλο στη φωνή σου Όταν μιλάς Τη φύση σου κραυγάζει Που μάταια προσπαθείς να κρύψεις Πίσω απ’ τα τατουάζ και τις τρύπες στα χείλια σου. Μπορεί οι άλλοι να γελάστηκαν Και να σε είπαν Μιαν ακόμη περίπτωση χαμένη Απ’ αυτές που μετά βίας το σχολειό θα βγάλουν. Μα ’ γω σε είδα να σωπαίνεις από θυμό Και ν’ αντιδράς Είδα τη σπίθα στο βλέμμα σου Κι αυτό μου φτάνει Για να σε κατατάξω αλλού. Μα Είπαμε Καθείς και τα όπλα του Κι όταν τα όπλα δεν είναι παρά μια ματιά ραμμένη από φόβο Κι εμμονές Ή το πολύ πολύ Μια ενσυνείδητη επιμονή στο άθλιο καθήκον Ποιος να σε δει κατάματα μικρή μου; Το βλέμμα σου κρύβει φωτιές και κεραυνούς Κι αυτοί έχουνε μάθει να κρυώνουν.

ρητορική ένδεια

Μοιάζουν οι λέξεις μου παιδιά ορφανά Η μάνα τους σκοτώθηκε ευθύς μετά τη γέννα Αυτόχειρας σε μια στιγμή γνήσιας ηδονής. Δεν καταδέχτηκε Από το χέρι να τα πάρει Με προστυχιά τον κόσμο να γνωρίσουν. Φευγάτε μόνα σας Κραυγάζει Ξυπόλητα λιγνά και τρομαγμένα Γυρέψετε να σας ανοίξουν πόρτες.

ανάσα

Ίσως και ν’ άξιζε τον κόπο Τα μάτια μου να ξεφλουδίσω ίσαμε κει που δεν παίρνει Τα δέρμα μου να ψήσω Μυρουδιά θανατίλας να σας αρπάξει όλους στις δαγκάνες της Μόνο και μόνο για ν’ ακούσω τη φωνή σας Όταν θα στριφογυρνάτε στις κρύπτες σας Και μ’ ουρλιαχτά θα δοκιμάζετε τον ύπνο. Πόση ντροπή πια να σηκώσει το βλέμμα μου Πόση ντροπή Τα νύχια μου μεγαλώσαν παράταιρα Μέσα σε μια νυχτιά Ανθρωπίλα μυρίζει ,μου έλεγες κι ήσουν κι εσύ μέχρι το τέλος σκυφτή κρατούσαν τα μάτια σου από μια ρίζα πόθου χωμάτινη μάτια χώμα σπαρμένα Πώς να τα ξεφλουδίσω; ρωτούσες πόσο ασάλευτη πια να στέκω δεν ξέρω δεν ξέρω τίποτε τίποτε πια δεν έχω να γυρέψω πέρα απ’ ανάσα.

Θέτις

Σαν έγειρε η Θέτιδα το υγρό της βλέμμα στου παιδιού της το άψυχο δέμας ήταν βροχή που ξέσπαγε απ’ τον Όλυμπο το μοιρολόι κύματα πέτρινα και σπάγαν στ’ ουρανού το θόλο. Δία, στάζει φωτιά ο Όλυμπος Είναι τα μάτια σου που τρυπάν το κορμί μου Έτσι ως ακούμπησα εδώ Στην άκρη της γης Να καμωθώ την θνητή Έτσι για να θρηνήσω το παιδί μου Αυτό που εσείς φυτέψατε στα σπλάχνα μου για να’ χω τώρα ένα καρφί στα μάτια μου να βλέπω το αίμα του γιου μου να βάφει το χώμα της Τροίας και να’ μαι αθάνατη αίμα να μην κυλά στις φλέβες μου και το βλέμμα του να μου είναι ξένο γιατί ζυμώθηκε με δάκρυα κι εγώ τα δάκρυα δεν τα γνωρίζω παρά σαν λέξη λέξη των ανθρώπων και το μαύρο που μέσα του σαλεύει κι αυτό μια λέξη μακριά πολύ απ’ το δικό μου βλέμμα το άφθιτο γι’ αυτό κι άμοιρο πόνου. Κι όταν αντίκρισα το σώμα του νεκρό -κι ήταν το σώμα του παιδιού μου- πόνεσα πιο πολύ όχι για το χαμό του μα για το βλέμμα το δικό μου που’ ριξα πάνω του βλέμμα πάγου βλέμμα κ