Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2008

οδυνηρό

Πώς να μιλήσεις για ουρανό σ’ αυτή την πόλη; Σκύλος που απόκαμε η φωνή σου Συριγμός άηχος , ξεψυχισμένος Την ίδια την ανάσα του σιχάθηκε Και απόμεινε σ’ ένα μικρό χαντάκι ματωμένος Να σκούζει οδυνηρά . Τριγύρω σου ουρλιαχτά Αλυσίδες βαριές κροταλίζουν τη θλίψη τους Στην έρημη χώρα που απόγειρε μέσα σου Μόνη σου άμυνα ένα σφύριγμα υπόκωφο Σαρώνει όλους τους οχληρούς τριγύρω ήχους Μέσα σου βουητό αλαλαγμών Σφαγμένων ήχων Η όψη σου νωθρή. Και σε κατηγορούν για αδράνεια Υψώνουν το φρύδι επιτιμητικά και σε δικάζουν. Αυτοί που ξέρουν να μιλούν για λέξεις πια κενές νοήματος Αυτοί που πήραν λέξεις και τις ξεκοίλιασαν τις αποστράγγιξαν και τις αφήσαν άψυχα κουφάρια να σέρνονται στο στόμα των μονίμως ειδικών εθνοσωτήρες κόρακες μακάριοι στην παχυλή τους άγνοια αρπάζουν κάθε νύχτα το φεγγάρι το πριονίζουν λίγο λίγο κι ύστερα με αυταρέσκεια κραυγάζουν επαίρονται για το μέγιστο αυτό επίτευγμά τους` και οι κραυγές τους γίναν πια τούτου του κόσμου η σημαία που ολάκερος γυρίζει γύρω από ψέμα βολικό κα

στη ματιά του παιδιού

Χαμογελαστά μεσημέρια κουρνιάσαν στη ματιά του παιδιού` Με κοιτάζει με βλέμμα ονείρου δίχως ίσκιους. Δεν πρόλαβε τους ίσκιους να γνωρίσει. Τον θάνατο τον ξέρει μοναχά σαν μια λέξη ίσως και σαν φιγούρα σε βιβλία σκισμένα που πια δεν ξεφυλλίζει. Με κοιτάζει. Δυο χελιδόνια ζωγραφίζονται πάνω απ' τα μάτια του. Χαμογελούν κι αυτά με ορθάνοιχτα φτερά έτοιμα να πετάξουν. Μ' αγκαλιάζει η ζέση τους με τυλίγει κι αφήνομαι. Μια στιγμή , μια αιωνιότητα` Στη ματιά του παιδιού που γελάει. Κι εγώ το μόνο που ποθώ είναι για μια μονάχα τόση δα στιγμή να χωθώ στη γαλάζια τους θάλασσα να αφεθώ να βουλιάξω γλυκά στην αμέριμνη γαλανή θαλπωρή της. Μα το νιώθω πως οι στιγμές της αμεριμνησίας τελείωσαν τη μοναχή εκείνη στιγμή που αντίκρισα το βλέμμα μου στον καθρέπτη και είδα το χελιδόνι να μισεύει` Η μοίρα του χελιδονιού εξάλλου του επιτάσσει να χαμογελά μοναχά πάνω από αθώα μάτια παιδικά` και τα δικά μου έχουν από καιρό πάψει παιδικά να μοιάζουν.

φριχτά προβλέψιμοι

Κράτησαν στο στόμα ένα ποτάμι Τους γαργαλούσε τη σιωπή ηδονικά Σιγομουρμούριζε μια αύρα πηχτή πολύ Μέσα της πηγαινόρχονταν εικόνες Τρεμαμένων φωτονίων Και το μυαλό τους νωθρό πολύ Για να συλλάβει Την αιμάσσουσα εικόνα Κρατιότανε ασφυχτικά σε μια πτυχή της Και την αγκάλιαζε μ’ αφρίζουσα ορμή Κι ύστερα πάλι ξέχασαν. Πόσο φριχτά προβλέψιμοι Αυτοί οι άμοιροι βροτοί Αιώνες παραμένουν

τα χέρια μου θυμίζουν θάλασσα

Τα χέρια μου θυμίζουν θάλασσα Πράσινη θάλασσα γεμάτη ίσκιους απουσίας ίσως και προσμονής Ανακατεύουν τον αέρα κινήσεις αλλόκοτες τα χέρια μου όταν μιλώ Οι λέξεις άψυχα κουφάρια σέρνονται στο πάτωμα δίχως ούτε μια στάλα αίμα μέσα τους Το’ χάσαν, λες, σε αδιάφορα πεδία μαχών πολύ πριν καταλήξουν στη σιωπή μου σφηνωμένες. Στις λέξεις ρέει ένα υγρό πράσινο` είναι λένε το χρώμα της ελπίδας το πιο μαχητικό χρώμα Μα η μετάγγιση αργεί Τώρα μονάχα τα χέρια μου κρατούν την όψη της θάλασσας Έτσι καθώς τα πιάνει η άκρη των ματιών μου να κυματίζουν με αγωνία ακοίμητη μια θλίψη απλώνεται τα σωθικά μου αγκιστρώνεται μέσα μου με χέρια μύρια κι άλλοτε με χαϊδεύει κατευναστικά άλλοτε με χτυπά με μένος Και μια κραυγή μου ξύνει τους κροτάφους όταν το βλέμμα των άλλων τα άψυχα λόγια μου χλευάζει είναι που η μετάγγιση αιώνες τώρα εκκρεμεί και υποπτεύομαι με φρίκη πως μόνο πια τα χέρια μου απομείναν να πάλλονται με πάθος λες και τις λέξεις που θωρώ νεκρές μπροστά μου πασχίζουν να ξυπνήσουν πόσο μοναχικά φαντ

βουβοί καιροί

Μια Κυριακή που ζούσε χρόνια στη σιωπή ξάφνου θυμήθηκε ν’ απλώσει την πραμάτεια της σε πάγκους ουρανού γιομάτους λάσπη. Σαλτιμπάγκοι μουγκοί με τη χολή στο αίμα χορεύαν ολοένα` Κουτσοί μ’ ένα ποδάρι ξέχειλο στο ξίγκι χαζεύαν οι πραιτόροι σε μιαν άκρη` γελούσαν και χλευάζαν τους αθώους σαλτιμπάγκους. Και ξάφνου ένα μικρό παιδί που’ χε ,λες, ξεχαστεί σε μιαν άκρη του κόσμου μοναχό με βλέμμα οξύ που διαπερνούσε των θεατών τη νάρκη εστάθη ολόρθο μπρος στους πραίτορες και τους κοιτούσε ολόισια στα ξύγκια που πληθωρικά κραυγάζαν τη βολή τους` ήταν το βλέμμα του γαλήνιο όπως το κύμα που μουρμουριστά τραγουδά στα χαλίκια και τα σμιλεύει με την αρμύρα του και η φωνή του κράταγε μέσα της ριπές` εξακοντίστηκαν στα φοβισμένα μάτια τους` μιλούσε για το κύμα που μονάχο ταξιδεύει δίχως να περιμένει από κάπου ανταμοιβή και για την όψη της αλυκής όταν πια από αλάτι είναι χορτάτη και για το βλέμμα της νιότης που χορταίνει από αγώνα κι έρωτα` μιλούσε για τη δίψα του μυαλού να βρει το πέρας του και για τη

αλλότριος

Μετάλαβα ζωή , φώναζες Μετάλαβα ζωή Κι όμως Το βλέμμα σου ριγμένο καταγής Κι ένα κορίτσι έστεκε απόμακρα - μάτια από σύννεφο θαμπά και λυπημένα - στην όχθη ορύγματος που’ χασκε μοναχό μίλια μακριά σου δεν το’ βλεπες το βλέμμα σου σερνότανε καταγής η σκόνη το’ χε πια στοιχειώσει γαλάζια κρούστα από θαμπωμένα μισάνοιχτα γιατί το’ χε καλύψει πόσο στ’ αλήθεια γέρασες μονολόγησε το κορίτσι σε είδε σε γνώρισε μονάχα εσύ δεν κατάλαβες τίποτα το βλέμμα σου είχε καλυφθεί με τόνους λάσπη - έβρεξε βλέπεις στο μεταξύ- τώρα πια είχες άλλοθι αδιάψευστο για την επιλεκτική σου ματιά δεν είναι εύκολο να ξανάβρεις το βλέμμα σου φώναζες με βλέπετε , πασχίζω μερόνυχτα τρύπια τα χέρια μου απ’ το σκάψιμο σε βλέπαν όλοι έσκαβες με δάχτυλα πέτρα απ την ένταση τη λάσπη που’ χε ξεραθεί -μεσολαβήσαν , βλέπεις , αιώνες ξηρασίας- κοιτάξτε με , φώναζες αίματα τρέχουν απ’ τα χέρια μου μα εγώ αμετακίνητος στο στόχο μου και όλοι γύρω είχαν σαστίσει αλήθεια άξιος ένιωθες πολύ μεγάλου επαίνου Λίγοι μονάχα πρόσεξαν το χρ

καθρέπτης

Σήμερα με κρατήσαν απ’ τα νύχια Αυτοί οι εχθροί μου Που ολοένα μακραίναν. Δε μ’ αφήναν να δω τον καθρέπτη. Κι όμως Αντίκρυ μου τον στήσανε τον στέριωσαν σ’ ένα χρυσό σκαμνί και τον σκεπάσανε με μαντίλι ολομέταξο στο χρώμα της πορφύρας. « Αν το μπορείς, πλησίασε » μου φώναζαν « Αν το βαστάς, σήκωσε το μαντίλι.» Κι εμένα έτρεμε το βλέμμα ολόγυρα στρεφόταν ολοένα στο θέατρο του παραλόγου κόκκινα άτια ντυμένα με χρυσοποίκιλτα σκουτιά καλπάζαν γύρω απ’ το σκαμνί κι απάνω τους αλλόφρονες γυναίκες που σκληρίζαν και άνδρες τυφλοί με μια μακάρια νωθρότητα στην όψη. Με κοροιδεύαν οι γυναίκες οι άνδρες δε με βλέπαν καν κι εγώ το βλέμμα να παλεύω να στυλώσω σ’ έναν καθρέπτη που τρεμόσβηνε σ΄ ένα μαντίλι που άλλαζε χρώματα ολοένα σ΄ ένα σκαμνί που βούλιαζε στην άμμο κι έρχονταν οι εχθροί μου και με πιάναν απ’ τους ώμους γραπώναν το κεφάλι μου σφιχτά σε χέρια μέγγενες με βοηθούσαν –έλεγαν- πιο καθαρά να διακρίνω αυτό που ολοένα βούλιαζε μα’ γω το έβλεπα οι πλάτες τους στραμμένες στον καθρέπτη τα μάτ

άτιτλο

Σκοτάδι και δυο στόμια βουβά Ειρωνικά μειδιούν Χάσκουν ασμένως Για των ανθρώπων- λένε- τη μάταιη φύτρα. Κι έρχεται ένα παιδί Ίσαμε μια σπιθαμή είν’ το μπόι του Τους γελά και τους γνέφει : «Δεν είστε παρά τα στόμια ανύπαρκτου κακού δεν είστε παρά η βιτρίνα κόσμου φαύλου αιώνες τώρα μες στη σκέψη που ανθίζει.» τα στόμια μένουν ενεά ` τι μέγιστο κατόρθωμα.. επιτέλους η φύση τους βγήκε στο φως και τα δεσμά τους θα λυθούν θα τρέξουν λεύτερα προς το φως και τα πουλιά και τη γαλήνη` πια να φυλάσσουν το σκοτάδι χρεία δεν είναι. Μα το μικρό παιδί χαμογελά πικρά Και προσπερνά τα στόμια με μιαν αταραξία αφύσικη βουβό στις παρακλήσεις τους για ελευθερία` αυτό το ξέρει μοίρα τους είναι να μένουν εκεί ακίνητα θεματοφύλακες ανύπαρκτου σκοταδιού.

επίλογος

Καρφί στο νωθρό μου μυαλό μια εικόνα θαμπή από σμάλτο. Μαύρο ολόγυρα και στη μέση δυο μάτια με τη γύρη της άνοιξης μέσα τους ολάνθιστη. Κλείνω τα μάτια να μη δω το χρυσό της αντάμωμα` πια το σθένος δεν έχω για οράματα. Δε θέλω πια να ξέρω. γερασμένη ως απόκαμα σε μια κώχη γυαλιά θρυμματισμένα ουρανούς παγωμένους ναυαγούς με κραυγές στριμωγμένες σε βλέμμα αιματόχτιστο. Δε θέλω πια να βλέπω. Ως κι η φυγή μυρίζει σάπιο. Ως κι η σιωπή θεριεύει ψέμα. Δε θέλω πια να γράφω. Ως και οι λέξεις με προδώσαν την ίδια κείνη τη στιγμή που αφέθηκα στυγνά να τις προδώσω.

Η αδήριτη σοφία της ποίησης

« Μα πώς εξηγείται , εκείνα που είπε ένας μυαλωμένος άνθρωπος να είναι πολύ πιο ανόητα από εκείνα που μένουν μέσα του;» αναρωτιέται ο νεαρός ήρωας στον Έφηβο του Ντοστογιέφσκι. Και αυτήν την επίγνωση της ανοησίας την αποδίδει μόνο στους ανθρώπους που είναι προικισμένοι με καθαρή και- όσο γίνεται- λεύτερη σκέψη. Γιατί υπάρχουν και οι άλλοι, που βολεμένοι στην αυταρέσκειά τους, όσο πιο κοινότοπο και ηλίθιο είναι αυτό που ξεστομίζουν, τόσο πιο πολύ επαίρονται γι’ αυτό. Ο Ντοστογιέφσκι όμως δε μιλάει γι’ αυτούς. Μιλάει γι’ ανθρώπους που στέκονται μετέωροι , με τη βάσανο της αμφιβολίας μόνιμα ριζωμένη στη σκέψη τους . Εδώ ακριβώς στέκεται η ποίηση. Δεν προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει ή να πείσει για κάτι, απλά υπάρχει για όποιον την αναζητήσει. Σ’ αυτήν καταφεύγουν όσοι έχουν μέσα τους κάτι να πουν, έχουν όμως και την αδήριτη σοφία να διακρίνουν πως αυτό, μόλις το ξεστομίσουν και το φορτώσουν με το στόμφο και τη φλυαρία που χρειάζεται για να προσελκύσει την προσοχή του ακροατή, αυτόμα

Αχιλλέας αγέρωχος

Η Ιλιάδα, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί ένα έπος βαθύτατα φιλοσοφικό. Θα χρησιμοποιήσω μια σκηνή από την πρώτη ραψωδία, για να δείξω το ρόλο που διαδραματίζει η ηθική στη συμπεριφορά των ηρώων` αποτελεί , θα έλεγα , την κινητήριο δύναμη που κρύβεται πίσω από κάθε πράξη τους. Μια ηθική όμως που κρύβει μέσα της κάτι το αληθινά υπερήφανο και αγέρωχο, μια σπάνια μορφή ακεραιότητας που με κάνει να στέκω εκστατική ,κάθε φορά που επιχειρώ να διδάξω αυτούς τους στίχους στην τάξη. Μιλάω για τους στίχους 149 – 223. Ο Αγαμέμνονας ανακοινώνει « ελαφρά τη καρδία» ,μπροστά σ΄ έναν στρατό αποδυναμωμένο από έναν δεκάχρονο πόλεμο κι έναν φοβερό λοιμό, πως θα δώσει πίσω τη Χρυσηίδα, με έναν όρο όμως: να πάρει ως αντάλλαγμα το « γέρας» του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας ορθώνει το ανάστημά του στον αρχιστράτηγο και δε διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Κι ο λόγος του προς τον αρχιστράτηγο ξεκινάει με δύο βαρύτατους χαρακτηρισμούς: « αναιδείην επιειμένε, κερδαλεόφρον » . Βλέπουμε πόσο διε

σάπιο

Σε γελάσανε Σου’ παν πως έρχονταν Με όλη τη φαντασμαγορία Ενός ακέραιου γεγονότος Σε γελάσανε Σου’ παν « περίμενε» Και πρόσμενες κι εσύ τον ερχομό τους Κρεμασμένος ανάποδα Σ’ ένα κλήμα πλεγμένο στη σκόνη Σκόνη κρυστάλλινη σιωπής Τυλίγει σε Κουκούλι κάτασπρο Χρώμα κενού Σου γελούσανε Σε προσπερνούσαν Και σου γνέφανε Και συ Ένας Οιδίποδας Γυμνός από την πλάνη του Τα μάτια σου αναζητάς Απάτη να τα χρίσεις Κρατημένος σφιχτά στο κουκούλι σου Στην οργή σου Βολικά αναπαμένος

εύθραυστον

Ήρθαν τα σύννεφα και στάξαν στα χώματά μου δροσιά Βαριά βαριά ακουμπήσαν την αιθέρια υφή τους στα νωθρά μου ματόκλαδα Και θάρρεψα πως μου μηνούσαν την ελπίδα Πως ακροβάτες σε σκοινί αόρατο οι άνθρωποι δεν είναι πια Φιλιώσαν με το θάνατο με τη φριχτήν αλήθεια Κραυγές πια τα τόξα των σμιγμένων τους φρυδιών δεν αναπέμπουν Και είναι ψεύτης αυτός που τόλμησε να πει σκιάς όναρ άνθρωπος Μα πάλι , την ίδια εκείνη στιγμή, μια μικρή σκιά μια ανώφελη τύψη, ένα άγριο ερωτηματικό με συνεπήρε στην οδύνη της απάθειας του άπαρτου κάστρου. Κι έπεσα πάλι στον ύπνο τον όρθιο.

Βαβέλ

Είπε πως ήταν μοναχός Μιλούσε μία γλώσσα απόκρυφη πολύ Που στην εσώτερή τους ένδεια Έμοιαζε γρίφος Και βύθισε τα χέρια του Σ’ ένα λαγήνι άμμο καυτή Και δε φώναξε Μονάχα κοίταζε ολόγυρα Με μάτια έμπλεα σιωπής Κι ο ερχομός του κανέναν δε τάραξε Κι η εμμονή του κανέναν δεν κούνησε Ήτανε όλοι γύρω του ένας θίασος πασχόντων Ομιλούσαν με πάθος Χειρονομούσαν με ένταση σπάνια Διόλου παράδοξο λοιπόν Που δεν τον είδε ούτε ένας Διόλου παράδοξο λοιπόν Ας είχε κι αυτός ρητορική δεινότητα Την προσοχή τους να τραβήξει.

αβάσταχτα αστείοι

Αυτή η κόρη μονάχα κοιτά Κι έχει το βλέμμα της κάτι από νύχτα Άγριοι αετοί τη γυροφέρνουν Με τα πελώρια φτερά τους τη σκεπάζουν Κι είναι στιγμές που χάνεται ολότελα από τα μάτια μας Κι άλλες που ολοφάνερα μας σημαδεύει Με βλέμμα που χορεύει Σα μανιασμένη θάλασσα Εμείς γελάμε αυτάρεσκα Χτίζουμε με πετράδια τη ματιά μας Πολύχρωμα πετράδια Διασκεδαστές της πλήξης μας -στάθηκαν περίσσια συνετοί οι καθοδηγητές μας δε μας επέτρεπαν το βλέμμα μας ν’ απλώσουμε σε ατραπούς κινδύνου σ’ αυτό υπήρξαμε στ’ αλήθεια τυχεροί- K ι έτσι περπατούμε προσεχτικά πολύ Τα πόδια μας -μας είπαν -είναι κέρινα Λυγίζουν εύκολα Γι’ αυτό τα βήματά μας πρέπει να μιμούνται τον αέρα Μάθαμε να ακροπατούμε Οι ελιγμοί γίναν δεύτερη φύση μας Και τώρα απολαμβάνουμε ασφάλεια Καρπωνόμαστε τα άπειρα οφέλη Της εγκρατούς κράσης μας « E μάς η νύχτα δε μας άγγιξε» καυχιόμαστε και τραγουδάμε « T ην κόρη κανείς μας δεν είδε». K ι

ένοχη εξαρχής

Ο άνεμος την κρατούσε μετέωρη Ολάκερη γερμένη στο κενό Κι ήταν η αγωνία της Σπασμός στο μέτωπο Χαραγματιά στο χείλος. Κάτω απ’ τα πόδια της χείμαρρος Πόδια γυναικών Πόδια γυμνά Καρφωμένα σε πυρωμένα λιθάρια. Τα κοιτούσε ξυλάρμενη. Άλλη αντοχή δεν είχε να υπομείνει Αυτά τα μάτια που διαπερνούσαν τη φρίκη της Μάτια συνένοχης σιωπής Μάτια ικεσίας άηχης Κι οι άνεμοι βιάζαν τη θωριά της Και την καρφώναν σε δοκάρια νοερά Ενός σκαριού που εξέφτισε. «Μη με τηράτε πια» το ουρλιαχτό της έσχιζε τα σύννεφα «Τα μάτια σας με σφάζουν πάρτε τα από πάνω μου! Τα πυρωμένα πόδια σας με καίνε Κι ένα ποτήρι κρύο νερό Δε μπόρεσα Σ’ όλη την έρμη μου ζωή Να συνάξω Να το σταλάξω πάνω στην ταλαίπωρη όψη σας Να χρίσω με την αύρα του τα φρυγμένα σας βλέφαρα Έτσι ως με θωρείτε Καρφωμένες στο ακέραιο καθήκον σας. Μα μη μου απλώνετε τα χέρια Χέρια δεν έχω να τ’ αγγίξω Μου τα κόψαν την ίδια τη στιγμή που με γεννήσαν Κι ήμουν γυναίκα Ένοχη εξαρχής. δημοσιεύτηκε στο Βακχικόν

ακτή

Αυτή η ακτή στέκει αντίκρυ πεισμωμένη σιωπηλή από φόβο κι έρωτα. Κοιτά τη θάλασσα να πάλλεται στης μοναξιάς της το χορό. Κροντήρια ξέχειλα χυμούς ατίθασους σε μέθεξη διονυσιακή την προκαλούν Ήχοι παράταιροι σε τραγούδι του ανέμου ήχοι απροστάτευτοι μοναχοί στη χροιά τους. Μ’ αυτή δεν είναι άλλο παρά μι’ ασάλευτη ακτή ζεμένη στης υπομονής το άρμα αιώνες τώρα ακίνητη προσμένει την αρμύρα των κυμάτων μι’ ανασαιμιά να της χαρίσει και μοιάζει να’ ναι αυτή η θάλασσα η μακρινή που όλο αλαργεύει ένα ταξίδι μυστικό δίχως πυξίδα με προσμονή να χρίζει τις ασάλευτες στιγμές που’ ναι να’ ρθούν να μη φαντάζουν τόσο έρημες τόσο μονάχες τόσο γεμάτες με θυμό που αργόσυρτα κεντά έναν καμβά κενού σ’ έρημη χώρα.

νεκρές χελώνες

Ήταν χειμώνας ξέσκεπος δίχως ρυτίδες μεταμέλειας για το φθινόπωρο που απόμεινε γράμμα κενό. Κι ένα χαμίνι πεταμένο σε μιαν άκρη του μυαλού σου σ’ έφτυνε με περίσσεια σιχασιά κι απίθωνες με βία τις παλάμες μπρος στα μάτια σου να μη σε βρουν κατάματα οι ριπές του. Ύστερα είπες πως κρύωνες πολύ. Οι άνθρωποι- έλεγες- μοιάζαν χελώνες χαζές που κείτονταν στη μέση του δρόμου μ’ ανεστραμμένο το καβούκι. Χελώνες που νιώθαν το καβούκι τους σκληρό σα φυλακή και κοίταζαν με μάτια πανικού ολόγυρα, προσμέναν τους διαβάτες να τις σώσουν μακάριες στην παχυλή τους άγνοια. Κι ύστερα άξαφνα σταμάτησες και κοίταξες με τρόμο τα χέρια σου. Μοιάζαν ερπετά σερνάμενα στην έρημο. Η φωνή σου τότε σου φάνηκε αλλότρια μύριζε στόμφο και φλυαρία αφόρητη. Κλείδωσες τη ματιά σου σε μια τόση δα κουκκίδα στον ορίζοντα κλείδωσες μέσα σου τα λόγια που σε πνίγαν. Ποιο πέταγμα τώρα πια να σε σώσει απ’ την επίγνωση του μάταιου έρημος μέσα σου έρημος γύρω σου καμένα λόγια . Μονάχα ο άνεμος μοιάζει μετέωρος κείνες τις ώρες

άτιτλο

Ήταν μακριά κείνα τα κύματα. Μαγνήτες σέρναν τη φωνή σου τη διπλώναν μυστικά μέσα σε μεταξιού υφή κι έλιωνε γλυκά μέσα σου ο πόνος κι έλεγες : «Δεν είναι άλλη η εποχή μας δεν ήταν άλλοι οι καιροί ` εμείς πλατύναμε πολύ και πώς να χωρέσουμε στην τόση απλωσιά τους` μικρός ο άνθρωπος πώς να βαστάξει τόσο πόνο` μικρός κι ο λόγος του πώς το γιατί να το χωρέσει» Πέτρινες μνήμες σ’ αγκυλώνουν πέτρινα λόγια σε κυκλώσαν αθόρυβα πολύ πώς να βαστάξεις; Κάποτε σ’ άρεσε κείνη η κόρη του βυθού που σου μιλούσε με όνειρα γιομάτα αρμύρα. Σ’ έσερνε πίσω της κι ας ζαλιζόσουν. Ήταν γλυκιά η ανάσα της. Κάποτε. Τώρα απόμεινες να σέρνεσαι πίσω από κραυγές ήχους παράταιρους. Τη θαλασσοκόρη – σου είπαν- την πνίξαν τα κύματα. Κι εσύ ούρλιαζες. Δεν ήθελες να το πιστέψεις « Τα κύματα ήταν μέσα της» φώναζες « Αυτά της δίναν τα μάτια από όνειρο. Δεν ήταν αυτά που την πνίξαν. Μονάχα η στεριά την απειλούσε.» Σε κοιτούσαν με συμπόνια οι άνθρωποι ένα γύρω Όλοι λογικοί Όλοι με τάξη μέσα στο νου τους Σε

κοχύλι αρμύρα

- Καρφωμένα στο κύμα σφυριά αιωρούμενα σ’ άλλης αυγής το βυθό κι ένα κοχύλι αρμύρα να γελά εωθινή υπόσχεση μιας άλλης νιότης. Άνοιξε τα μάτια στην αλήθεια τους. - Μια μικρή φωτιά είν’ ό,τι αγάπησα Μια μικρή φωτιά νοτισμένη από βρώμικα χνώτα Θαλπωρή σε δυο χέρια από πάγο. - Ίσως οι μέρες που σ’ οργώσανε να’ ταν δοσμένες εξαρχής σε μι’ άλλη ακτή αγκυροβόλι νοίκιασαν αλλότριο και κραυγάζαν « Πού είν’ η νιότη που μας τάξανε; Τα σφυριά μας σμιλεύουν απ’ έξω. Πού είν’ η θάλασσα; Και το κοχύλι του γιαλού;» Ίσως οι νύχτες που σαρώσανε την όψη σου ήρθαν απρόσκλητες από μια γη αλλοτινή κι όσο τις διώχνεις αυτές έρχονται κι όσο τρομάζεις βγάζουνε ρίζες πιο βαθιές σε σκάφτουν πιο ανελέητα οίκτο δεν έχουν. - Μα η φωτιά, αυτή που αγάπησα ακόμη με ζεσταίνει κάποιες στιγμές` είναι φορές που ελπίζω πως ο πάγος θα λιώσει. Μη μου ζητάς να την αφήσω. Η φωτιά είναι το μόνο που μου απόμεινε κι η θαλπωρή της η μόνη μου αλήθεια. Όταν τη νιώθ

βλέμμα αιματόχτιστο

Το βλέμμα σου αιματόχτιστο Και με τρυπά με βία ηθελημένη Το νιώθω Καρφώνεται σε στρόβιλους υγρούς αταραξίας Και συ προτάσσεις τη σιωπή σου Τη ντύνεις χρώμ’ αναιμικό Βίαια καρφώνεις στο στήθος σου αυτήν την αργυρώνητη οφειλή Όνομα να της δώσεις . Και να’ σαι γυμνός από λέξεις. Και να’ σαι γυμνός απ’ ανάσα. Και να’ σαι γυμνός από σάλιο. Ποιος να μου το’ λεγε μαύρε Τότε που ανέμιζα στον όχθο της έφηβης πίκρας μου ματιές που στάζαν κεραυνούς Πως θα’ ρχονταν αυτή η πίκρα σου να με αλώσει να μου καρφώσει πόδια και νου σε μια γη ολοένα υποχωρούσα σ’ ένα έλος κοχλάζον σιωπές και εικόνες μαχαίρια. Τώρα στέκομ’ εδώ. Κι είν’ το στήθος μου τρύπιο. Μα τα μάτια μου στρέφουν στις κόχες τους το δικό σου αιματόχτιστο βλέμμα. Πια να τα κλείσω δεν μπορώ Ένα νήμα αιμάτινο πια τα κρατά στυλωμένα Κι είναι η τυράγνια μου αφόρητη. Μα Το ποτάμι το πέρασα. Πίσω δεν έχει…

αμετάκλητα

Στεγνή η στερνή γη χώματα στραγγισμένα ολότελα δίχως μια στάλα υγρή ζωή μονάχα κάψα μονάχα στρώματα καπνού φριχτά που στριμωχτήκαν. Κι οι άνθρωποι λιγνοί αφιονισμένοι λίγο το νιώθουν πόσο αμετάκλητα βυθίζουν στην προσμονή τα εντός τους πεδία` λίγο το νιώθουν το αμετάκλητο. Μα πότε το’ νιωσαν ; Πάντα μετά καλούνται μιας ζωής τη μάταιη γύμνια να ιστορήσουν` πάντα μετά. Τα πόδια τους γυμνά γυμνός κι ο νους τους. Κι ο ποιητής; Πάντα πιο πίσω απ’ τη στιγμή εντός του τσαλακώνει βίαια -μήπως λειάνει απ’ αρχής- την ήττα πoυ ζυγώνει. Το πρόσωπό του πάλι δεν αντίκρισε` ίσως μονάχα το είδωλο της γύμνιας του φριχτά ανεστραμμένο.

ανοίκεια θεάματα

"τοξικομανής νεκρός σε προαύλιο σχολείου": μια ακόμη είδηση που προβλήθηκε με το γνωστό άθλιο τρόπο απ' τα δελτία ειδήσεων. Ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου δεν αποτέλεσε την είδηση, όχι. Η είδηση ήταν ο χώρος που πέθανε. Ένας χώρος ιερός, αποστειρωμένος, ένας χώρος που δεν πρέπει να μολύνεται από τέτοια θεάματα. Η είδηση ήταν ότι ένας άνθρωπος απ' την αντίπερα όχθη τόλμησε να εμφανίσει το πρόβλημά του σε κοινή θέα. Τόλμησε να περάσει τα τείχη. Και η μόνη λύση που προτάθηκε ήταν η φύλαξη, η αστυνόμευση, να χτίσουμε τείχη ακόμη πιο ψηλά, να μην αγγίζουν τα παιδιά μας αυτά τα θεάματα. Κάποτε ήταν κι αυτός παιδί. Κι ίσως φοιτούσε στο ίδιο αυτό το σχολείο όπου έσβησε.. Κείτεσαι ξέπνοος Κάγκελα σε κυκλώνουν Αιχμηρά τρυπούν τη σιγή που σου έταξ’ η μοίρα. Κείτεσαι μόνος. Τριαντάφυλλα χλωμά τα δυο σου μάτια Σφραγισμένα. Άμμος κινούμενη να μοιάζει η εικόνα γεμάτη κόκκους αχνούς ανατέλλει Κείτεσαι αλάργα. Θίασος βουβός σε κυκλώνει. Πρόσωπα –λες-στοιχειωμένα από φόβο μ’ οργή κι αηδ

μέσα μου κλείστηκα

Κρατιέμαι από την κουπαστή ενός πλοίου που ταξιδεύει με ρυθμούς ιλίγγου. Τα δάχτυλα παραμορφώθηκαν ,λες ,απ’ την ένταση σφίγγουν το κρύο σίδερο να μην το χάσουν. Γαλάζιες κορδέλες αφρισμένες σφιχτά δεμένες με το άσπρο της νιότης που χάθηκε είναι το μόνο που επιλέγω να δω. Γελώ τον εαυτό μου πως είναι λέει η θάλασσα που σχίζεται στα δυο απ’ το μοναχικό σκαρί που με ταξιδεύει. Χρώματα αλλόκοτα πλέκουν φωνές καρφωμένες σε τόξα μιας νόησης ξένης ολότελα ξένης στη φύση μου. Δεν έχω λοιπόν επιλογή παρά να προσποιηθώ μια επιμέρους τύφλωση. Το βλέμμα μου μονότονα καρφώθηκε εκεί στις γαλάζιες κορδέλες κι από την ένταση πήρε ένα χρώμα πύρινο` φοβάμαι αν αντικρίσω το βλέμμα σου θα το κάψω γι’ αυτό προτιμώ να τ’ αφήνω εκεί ν’ αναπαύεται στις γαλάζιες κορδέλες χωρίς να νοιάζομαι για το σκαρί που το βάρος μου σηκώνει αν το ταξίδι του έχει στ’ αλήθεια κάποιο προορισμό. Μέσα μου μάλιστα το νιώθω - κι ας το ποθώ κάποιες στιγμές να σφάλλω αλήθεια- πως δεν πηγαίνει πουθενά. Κύκλους κάνει αέναους γύρω

μάταιη φύτρα

Σ’ αυτήν την άνοιξη σταθήκαμε γυμνοί δίχως μια σπίθα πια να καίει στα έρμα μας μάτια. Μια φυσαρμόνικα μας μάγεψε νωρίς δίχως ιμάντες να κρατιόμαστε από τ’ άστρα και να χορεύουμε αλλόκοτους σκοπούς νύχτα να στάζει απ’ των κορμιών μας τις ικμάδες και στους κροτάφους μας να ρέει υγρό καυτό. Ποιος το τραγούδι θ’ αρχινήσει; Μια αγωνία μας καρφώνει σ’ άγριο φως. Ποιος το τραγούδι αυτό θα απλώσει ; Στα πόδια μας που έχουνε μάθει το σκοπό την τραχηλιά της νύχτας με τ’ αστέρια να δωρίσει Να τη στεριώσει στο ρυθμό μιας νοσταλγίας που’ χει κρυφά λησμονηθεί με πόνο υπόγειο βουβό. Ποιος το τραγούδι της φωτιάς θα τραγουδήσει; Ποιος στο πετσί μας θα τ’ αλείψει να μας κάψει απ’ άκρη σ’ άκρη. Ορφανή μονάχη λάβα το μυαλό μου ξεχύθηκε από ηφαίστειο σβησμένο Το τραγούδι της φωτιάς –λένε- γυρεύει. Ορφανή μονάχη λάβα η ψυχή μας λιώνει σαν αποκοιμιούνται συνειδήσεις απ’ τους κροτάφους της γης σιγανά σιγανά στάζει πίκρα ένας πέτρινος θόλος μας κλείνει παγωμένα πουλιά αιωρούνται με ράμφη ραμμένα. Ήτανε –

ρωτήματα

Χάζευε τα κοχύλια μες στη σκέψη της Κλαδιά της φράζαν το δρόμο Έκανε πως δεν τα’ βλεπε Της τρυπούσαν το βλέμμα Έτσι που θα’ λεγες πως έμοιαζε διάφανο Όπως διάφανο μοιάζει το καύκαλο της σιωπής Μετά τη βίαιη δίνη άγρια φλεγόμενων στιγμών Που σε σέρνουν αργά στη φορά τους. Μια οφειλή που ποτέ δεν αντάμωσε το δίκιο της Μια θάλασσα που κανείς δε χτένισε με βλέμμα θαλπωρής Κι ο ουρανός που’ μοιαζε ματωμένος Σαν ένας θόλος από αναίτια δοσμένα ρωτήματα Που μύριζαν καπνό Ακόμη και σήμερα θαρρώ πως νιώθω την αιθάλη τους Με τυλίγει σαν αργόσυρτο ταγκό Που όμως ποτέ δεν έμαθα τα βήματα Μοναχά στον ύπνο μου Κάποια στιγμή θαρρώ πως ένιωσα πώς είναι να κοιτάς Μέσα απ’ το δέρμα τους Μέσα απ’ τις κόχες των ματιών Να ξεκοιλιάζεις τα ρωτήματα Να λες Κοιτάτε με άμοιροι αλώβητοι Καιρών μισών και μόνων και σκιαγμένων Ήμουν εκεί απ’ τη αρχή Και σας τσουρούφλιζα το βλέμμα Σαν με κοιτούσατε ειρωνικά Σαν μου κραδαίνατε την όποια αυταπάτη

λέξεις ξεφτίδια

Άλλο δεν έχω πέρα από εικόνες αστραπής και λέξεις τρύπιες Σε φόντο μαύρο με αχνές πιτσίλες από στάχτη Πασχίζουν να υπάρξουν οι σιωπές μου Να νικήσουν τις λέξεις Τις φαύλες Τις ξένες Τις μόνες Πόσο πλανώνται. Καμιά σιωπή δεν πλάστηκε για να υπάρξει Μόνο ίσως για να καλύπτει τις κραυγές Αυτές που χαράσσουν στις λέξεις δακρυόεντα κύματα Μήπως ντύσουν τη γύμνια τους Μήπως –για λίγο- σκεδάσουν τη μοίρα τους Σε ουρανούς από φωτιά. Ίσως αν έβρισκα έναν μονάχα ξάστερο ουρανό Το βλέμμα μου να ξεκουράσω Ίσως αν έβρισκα λίγη άμμο καυτή Τα χέρια μου να βυθίσω στις ανταύγειες της Μάταια Αυτές οι τρύπες μονάχα μπαλώνονται Ίσα για να φαίνονται περίτεχνα οι όποιες αμυχές τους. Με λέξεις ξεφτίδια Πόσες σιωπές να ζωγραφίσεις;

ευθεία

Θα’ ρθει καιρός που όλα θα φαντάζουν ίσια Μια τέλεια ευθεία Δίχως καμιά καμπή, χάσμα ή καμπύλη. Η σκόνη θα σωρεύεται αθόρυβα πολύ στις εσοχές Κι εσύ θα είσαι εκτός Μόνιμα εκτός Με τη λύπη Πνιγμένη απ’ το βρόχο της σιωπής της Να καθρεπτίζει στα θολά τα μάτια σου Την αρυτίδωτη όψη της. Κοπέλα νωρίς που γέρασε εντός της Με μαλάματα ποικίλα Το πορσελάνινο δέρμα της χρίζει Κι είναι νωρίς για να το δει Κι είναι αργά για να το νιώσει. Γι’ αυτούς που αλώθηκαν ο χρόνος αξία δεν έχει. Το νωρίς το αργά Ποιος το ορίζει; Μια αργόσυρτη ευθεία ο καιρός Μια μονότονη ολάσπρη ευθεία Κι ο ήλιος ανήλεος σκάφτει εσοχές Μοναχά για να χώνει τις μνήμες Να ζαρώνουν μονάχες , να γίνονται στάχτη. Γι’ αυτούς που αλώθηκαν οι μνήμες αξία δεν έχουν Παρελθόν και παρόν όλα ίσια Μια μονότονη, αργόσυρτη ευθεία Κι εσύ Καημένε Πώς το νόμισες πως ήσουνα εκτός; Με χέρια τρύπια σκάφτεις τη θολή ματιά σου Και με μια τρύπια πια κρησάρα Κοσκινίζεις τους καιρούς τους χαλεπούς Που πια περάσαν Πώς την ευθεία να λυγίσεις; Και το ί

άστοχα

Δεν έχουν άλλη γητειά οι λέξεις μου Εξαερώθηκαν εν μία νυκτί Tις κράταγα ώρα πολλή Κροτάλισμα φιδιού Απόπειρα το δέρμα του ν’ απεκδυθεί Μέσα στα τρύπια μου δάχτυλα Τις άκουγα Να κροταλίζουν απόηχους μιας γλώσσας Τυλιγμένης σε κελύφη σκληρά Απολιθώματα μιας μελωδίας Που κάποτε μ’ είχε κρατήσει αιχμάλωτη Μα τώρα μ’ άφησε Μονάχα την ανάμνησή της Πασχίζω να κρατήσω Μέσ’ στα ταλαίπωρα χέρια μου Μονάχα την αύρα της Πως δήθεν πέρασε Κι ας αμφιβάλλω ώρες ώρες και γι’ αυτό Κι ας καμώνομαι την αφελή και την ανάλαφρα σκεπτόμενη -πόσο γελιέμαι- Χαρακωμένη πάντα θα στέκω Γελοία παρανόματα θα βρίσκω Να καλύψω αυτά τα χνάρια του φιδιού Και θα τρυπώ τα μάτια μου Να νιώσω πως υπάρχουν

ποιητής

Σκυφτή χρωμάτιζε τις μνήμες της με χρώμα απ’ τη γη. Tο’ σκαβε με τα οστεώδη δάχτυλά της κι οι χαρακιές που αφήναν πίσω τους μοιάζαν βαθιά ορύγματα εφιάλτη ξεχασμένου που κυκλικά χάραζε γύρω της τείχη γυάλινα` Όταν τα μάτια στύλωνε στο φως κατάλευκες δεσμίδες στο κενό εξακοντίζονταν οι ελπίδες της λιώναν ακρωτηριασμένες σ’ έναν ουρανό ανεξιχνίαστο με χρώματα φτιαχτά από κραυγές και συνοχή καμία ψιχάλες κίτρινες κηλίδωναν την όψη της απλώνονταν σε ουρανού σιωπές σπάγαν τεράστιες φτερούγες μες στη δίνη της κανείς δεν τόλμαγε μέσα της να κοιτάξει. Αντίκρυ της στεκόταν αυτός που όλο μιλούσε για ουρανό` τα λόγια του μαστίχα μύριζαν κι αέρα γιασεμιού. Τον αποπαίρναν και τον έβριζαν του’ δειχναν τις πληγές τα τείχη τα γυάλινα τις ανάσες που ξοδευτήκαν έτσι ανώφελα του δείχναν τη βροχή που πέτρωσε σε μια του μηδενός κρυμμένη κόχη κι έγινε ο κόσμος όλος μια έρημος στεγνή με χώμα χέρσο τόσο που πηγή καμιά δε δύναται να υγράν

σκόρπιες σταγόνες ουρανού

Να τολμούσες να μιλήσεις την ανάγκη σου με γλώσσα αρχέγονη όσο η κραυγή της αγωνίας τη στιγμή της ένωσης δίχως στολίδια δίχως μάταιους ελιγμούς να στείλεις μαχαίρια από φως να σφάξουν τη μοίρα σου τη μοίρα του ανθρώπου που νιώθει τη γύμνια του την ακριβή του ορφάνια . «Πάει καιρός που υπήρχα μέσα μου ολάνθιστη Σώριαζα βότσαλα στιλπνά καθάριες μέρες στρογγυλεμένες από ήλιο αρραγή μιαν αθωότητα ανέγγιχτη ακόμη απ’ τον καιρό.» Κι ύστερα ήρθε το καμίνι αχόρταγο έχασκε από κάτω το είπαν χρόνο τους πίστεψες όταν σου λέγαν πως ο χρόνος δε σμιλεύεται από μέσα μάρμαρο που φλέγεται μόνο για τους μυημένους σμιλεύεται απ’ έξω μοναχά. Μα συ είσαι μέσα του παλεύεις να αναδυθείς μέσα από στρόβιλους σιωπηλούς μέσα από αχρείαστα σωσίβια και μια καρίνα τρύπια από παντού καμίνι που φλεγόμενο κυοφορεί στιγμές μονάχες βγαίνουν σαν μπάλες απαστράπτουσες σ’ έναν ανέφελο ουρανό μα συ είσαι έγκλειστος χαλκεύεις τις στιγμές σου σμιλεύεις την εφήμερή σου ζήση σ’ ένα καμίνι πετρωμένο σε μια κόχη τ’ ουρανού κι ο

γενναίον ψεύδος

Εικόνα φλεγόμενη πάλλεται αντίκρυ σου καμωμένη από χρώματα μύρια σε μιαν εναλλαγή ατελεύτητη. Το βλέμμα σου τρελό χοροπηδά μανιασμένα στων χρωμάτων την αέναη δίνη και ανέμου σκοινιά σου στεριώνουν μπροστά το κεφάλι σφηνωμένο σε ώμους νωθρούς καρφωμένο σε πλάτες βουβές σ' ένα σώμα νικημένο εξαρχής. Tο γενναίο ψεύδος η μόνη σου ελπίδα να ποτίσει με πνεύμα τις χωμάτινες ρίζες σου καρφωμένο να γείρει το βλέμμα σε μια μόνη κουκκίδα από χρώμα και να πάρει ευθύς η ψυχή σου φωτιά ν' ανατείλει η εικόνα καθάρια αστραφτερή σα μάρμαρο στην πρώτη του ήλιου αχτίδα. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν ν’ αφεθείς.. Κι όμως αυτό το κεφάλι δε δέχεται εύκολα σκοινιά κι είν’ απ’ τη φύση του τρελό το βλέμμα εχθρικό προς οποιαδήποτε προσήλωση. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν να πιστέψεις πως άλλη αλήθεια δεν υπάρχει πιο καθάρια πέρα απ’ την ομορφιά της ουτοπίας έτσι ως ανάτειλε στα χείλη ενός ακόμη κραταιού μαντατοφόρου που φέρει εντός του αναλλοίωτο του ψεύδους το χυμό τα παγωμένα μάτια σου να χρίσει να αφεθούν

παρείσακτη

Κάθε που γέρνω μέσα μου νιώθω χελώνα γέρικη που απόμεινε χωρίς καβούκι στη μέση δρόμου πολυσύχναστου. Διαβάτες ριγμένοι στον τρόμο με καρφώνουν με λέξεις – τρόπαια μιας νίκης εύθραυστης κι αμφίσημης. Σαν τέχνασμα σιβυλλικό μοιάζει η σιωπή μου και το σκιαγμένο βλέμμα τους σαν προσπερνούν την άθλια όψη μου καρφώνεται στη γύμνια μου επιτακτικά «Δεν είσαι εδώ.» μοιάζει να λέει « Ποτέ δεν ήσουν. Πάντα παρείσακτη θα στέκεις» Κι εγώ μια χαραμάδα ψάχνω από φως για να στριμώξω την παράξενή μου όψη και μια ρωγμή σε σύννεφο θαμπό την εμμονή μου να φυλάξω. Δημοσιεύτηκε στο ποιείν